Η γνώμη μας - Εκλογές 2000
Η "μετάλλαξη" της Ελληνικής Επικοινωνιακής Βιομηχανίας
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ι. ΚΑΜΑΡΑ, δημοσιογράφου-ερευνητή
Η σύγκλιση των τεχνολογιών έχει εδώ και καιρό εξελιχθεί σε
κυρίαρχη τάση της ελληνικής επικοινωνιακής αγοράς, γεγονός που
υποδηλώνεται από τη σωρεία συγχωνεύσεων, εξαγορών και
συνεργασιών με κυρίαρχους άξονες δραστηριότητας το Διαδίκτυο,
την ψηφιακή τηλεόραση και τις τηλεπικοινωνιακές πλατφόρμες.
|
Διακόσια δέκα χρόνια μετά την «Εφημερίδα», την πρώτη ελληνική
εφημερίδα της Βιέννης, 180 χρόνια μετά την «Ψευτοφυλλάδα του
Γαλαξειδίου», την πρώτη χειρόγραφη εφημερίδα της Ελληνικής
επικράτειας και 40 περίπου χρόνια μετά την πρώτη πειραματική
τηλεοπτική μετάδοση, τα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (πλέον
«Επικοινωνίας») βρίσκονται σε ιστορική καμπή, καθώς η νέα ψηφιακή
τεχνολογία αλλάζει ριζικά το πρόσωπο της αγοράς.
Η σύγκλιση των τεχνολογιών έχει εδώ και καιρό εξελιχθεί σε κυρίαρχη
τάση της ελληνικής επικοινωνιακής αγοράς, γεγονός που υποδηλώνεται
από τη σωρεία συγχωνεύσεων, εξαγορών και συνεργασιών με κυρίαρχους
άξονες δραστηριότητας το Διαδίκτυο, την ψηφιακή τηλεόραση και τις
τηλεπικοινωνιακές πλατφόρμες.
Στα τέλη του 1999 ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της συγκέντρωσης των
ελληνικών επιχειρήσεων, περίοδος κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για
την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς στο γενικό πλαίσιο της σύγκλισης
των τεχνολογιών της πληροφορικής, των τηλεπικοινωνιών και των
ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Η ελληνική επικοινωνιακή βιομηχανία προετοιμάζεται
για τις εξελίξεις που - όπως όλα δείχνουν - θα επιταχυνθούν στο εγγύς
μέλλον, επιφέροντας ραγδαίες αλλαγές στο πεδίο της αγοράς. Ο αριθμός
των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον σχεδιασμό και την
κατασκευή διαδικτυακών τόπων και ιστοσελίδων πολλαπλασιάζεται, ενώ
ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν οι εκδοτικές εταιρείες, οι οποίες
αναζητούν στελέχη με εξειδικευμένες γνώσεις ανάπτυξης δικτύων και
νέων διαδικτυακών εφαρμογών. Ακόμη, η ψηφιακή τηλεόραση εισέρχεται
σταδιακά στην αγορά με τρία κυρίαρχα σχήματα να διεκδικούν βιώσιμη
συνδρομητική βάση.
Παραδοσιακά ΜΜΕ Vs Νέα Ψηφιακά Μέσα
Ο κύκλος εξέλιξης του Ελληνικού Τύπου μετά τη Μεταπολίτευση υπήρξε
ιδιαίτερα έντονος, όσο και βραχύς, σηματοδοτώντας τόσο την έκρηξη
της κυκλοφορίας των πολιτικών εφημερίδων, όσο και τη δραματική
μετέπειτα πτώση της.
Αναλυτικότερα, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας είχε ως
αποτέλεσμα κατά το δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους της
μεταπολιτευτικής περιόδου τη θεαματική άνοδο της μέσης ημερήσιας
κυκλοφορίας των Αθηναϊκών εφημερίδων η οποία τους πρώτους μήνες
σχεδόν διπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 εκατ. φύλλα. Η αιφνίδια αυτή
άνοδος οφείλεται σε αυτονόητους παράγοντες (δίψα των πολιτών για
ελεύθερη ενημέρωση κ.λπ.), αλλά και στο ότι εφημερίδες που είχαν
αναστείλει την έκδοσή τους εξαιτίας του διδακτορικού καθεστώτος
("Καθημερινή"), ή η έκδοσή τους είχε απαγορευθεί ("Αυγή") ή ήταν από
παλαιότερα απαγορευμένη ("Ριζοσπάστης"), εγκαινίασαν αυτή την εποχή
την επανέκδοσή τους.
Ωστόσο, η θεαματική αυτή έξαρση της κυκλοφορίας δεν κατέστη δυνατό
να παγιωθεί. Από το επόμενο κιόλας έτος (1975), άρχισε να
εμφανίζεται τάση σταδιακής μείωσης, η οποία με ελαφρές διακυμάνσεις,
όχι μόνον εποχικές, κατέληξε το 1980 στο να επανέλθει η συνολική
κυκλοφορία στο προ της μεταπολίτευσης χαμηλό επίπεδο.
Η εννεαετής περίοδος 1981-1989 που ακολούθησε, η οποία ταυτίζεται με
την πρώτη φάση διακυβέρνησης της χώρας από το ΠαΣοΚ, θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί ως "χρυσή εποχή" για τον ελληνικό ημερήσιο πολιτικό
Τύπο. Πράγματι, σχεδόν ταυτόχρονα με την άνοδο του ΠαΣοΚ στην
εξουσία, η συνολική κυκλοφορία παρουσιάζει νέα έξαρση, η οποία αυτή
τη φορά διατηρείται σχεδόν αμείωτη στο επίπεδο των 900-1.000 χιλ.
φύλλων μέχρι το έτος 1989, με δύο σημαντικές κορυφώσεις, στις οποίες
η μέση ημερήσια κυκλοφορία ξεπέρασε το 1 εκατ. φύλλα: κατά τη
διάρκεια εκλογικής περιόδου το έτος 1985 και εν συνεχεία κατά το
έτος 1989 με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Η μεγάλη κυκλοφοριακή άνοδος του έτους 1989 ήταν το τέλος μιας
περιόδου ευφορίας στον χώρο του ημερήσιου πολιτικού Τύπου και
ταυτόχρονα η αρχή μιας έντονης καθοδικής τάσης που, με μικρές
ανοδικές διακυμάνσεις, συνεχίζεται έως σήμερα.
Η κυριότερη αιτία από την οποία πηγάζουν τα περισσότερα σημερινά
προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας Τύπου, είναι η κρίση
αξιοπιστίας των ίδιων των εφημερίδων που έχει ως συνέπεια την
απομάκρυνση του αναγνωστικού κοινού.
Ειδικότερα, η απώλεια αξιοπιστίας του δημοσιογραφικού λόγου στη χώρα
μας οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι ο Τύπος συμμετείχε ενεργώς
στο πολιτικό παιχνίδι που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές
εξελίξεις στην περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση (ως γνωστόν, κατά τη
διάρκεια της Δικτατορίας ο Τύπος είχε τηρήσει «σεμνή» στάση, με
ελάχιστες στιγμές έξαρσης). Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, η
ελληνική δημοσιογραφία δεν αρκέστηκε στην κριτική των πολιτικών
πράξεων, αλλά ενεπλάκη στις κομματικές και προσωπικές αντιπαραθέσεις
των πολιτικών, με αποτέλεσμα η αξιοπιστία του δημοσιογραφικού κόσμου
να ακολουθήσει τη φθίνουσα πορεία της αξιοπιστίας του πολιτικού
κόσμου.
Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται από την πεποίθηση ότι ο Τύπος στη χώρα
μας εξελίσσεται σταδιακά σε φορέα κατεστημένων συμφερόντων, τα οποία
προωθούνται ακόμη και στα πλαίσια φαινομενικά δημιουργικών και
εκσυγχρονιστικών πρωτοβουλιών. Διάχυτη είναι η αντίληψη ότι μεγάλη
μερίδα του Τύπου αναλίσκεται στην εξασφάλιση των εκάστοτε
επιχειρηματικών και προσωπικών συμφερόντων, αγνοώντας προκλητικά την
αρχική αποστολή του που είναι η συνεισφορά στον έλεγχο της εξουσίας
και στην προσφορά πληροφοριών που συμβάλλουν στη διαμόρφωση
σκεπτόμενης κοινωνίας πολιτών. Από το άλλο μέρος, για πολλές
δεκαετίες, η ελληνική ραδιοτηλέοραση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την
επιδίωξη επίτευξης πολιτικών στόχων, την απόκτηση δύναμης και
εξουσίας, καθώς και με την προσπάθεια προώθησης των συμφερόντων των
εκάστοτε κυβερνώντων πολιτικών κομμάτων. Τόσο η κρατική, όσο και η
ιδιωτική τηλεόραση έχουν αναπτύξει σημάδια αναξιοπιστίας η πρώτη και
ευτέλειας η δεύτερη. Όλοι θυμούνται την απροκάλυπτη αφομοίωση της
κρατικής προπαγάνδας των Κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1980 στα
δελτία ενημέρωσης των κρατικών καναλιών, ενώ κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1990, η χαμηλή ποιότητα θεάματος στα ιδιωτικά κανάλια
έχει συμβάλει στην ταχεία υποβάθμιση της ιδιωτικής τηλεοπτικής
αγοράς, οι εκπρόσωποι της οποίας αναδεικνύουν το ευτελές σε κυρίαρχο
προϊόν, σε βάρος του ποιοτικού και πραγματικά ενημερωτικού
περιεχομένου.
Η Νέα Εποχή
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Έλληνες εκδότες πρωτοστάτησαν
στην ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στην ελληνική αγορά. Δέκα
χρόνια μετά, τα ίδια πρόσωπα, αλλά και νεότεροι πρωταγωνιστές
δραστηριοποιούνται έντονα στο Διαδίκτυο, προσδοκώντας στα μελλοντικά
οφέλη του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Στον έντονα δημιουργικό χώρο του ελληνικού χώρου του Διαδικτύου,
ολοένα και πολλαπλασιάζονται τα σχέδια δημιουργίας διαδικτυακών
τόπων και ειδικότερα portals (πύλες όπου συγκεντρώνεται πληροφόρηση
και συνδέσεις με πληθώρα ιστοσελίδων) με κύριους φορείς του εκδότες
εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων.
Η αυξημένη δραστηριότητα εγείρει ζητήματα που θα πρέπει να
απασχολήσουν σοβαρά τους νέους επενδυτές, όπως είναι η δυνατότητα
που έχει ο κάθε φορέας για την παροχή ποιοτικού και χρήσιμου
περιεχομένου, τόσο στους καταναλωτές, όσο και στους χρήστες που
αναζητούν κάτι παραπάνω από απλή ενημέρωση, καθώς και η μελλοντική
αποτελεσματικότητα του ηλεκτρονικού εμπορίου που θα αποτελέσει την
κύρια πηγή εσόδων, σε συνδυασμό με τη διαδικτυακή διαφήμιση και
χορηγία (banners).
Από το άλλο μέρος, η διεύρυνση του ορίζοντα πληροφόρησης και η
δυνατότητα της απευθείας προσέγγισης της πηγής πληροφοριών μέσω του
Διαδικτύου καθιστά τον πολίτη ενεργό συμμέτοχο στην καταγραφή του
παγκόσμιου γίγνεσθαι. Επομένως, αυτός καθεαυτός ο
«διαμεσολαβητικός» ρόλος του δημοσιογράφου με τα συνήθη
αμφισβητούμενα χαρακτηριστικά της υποκειμενικότητας, της
εξυπηρέτησης συμφερόντων και των εργασιακών δυσχερειών αποτελεί ένα
οικοδόμημα που τρίζει και στα μάτια του κοινού σιγά-σιγά
αδρανοποιείται.
|