Ζούμε στην εποχή του συγκεκριμένου
του Άρη Σπηλιωτόπουλου, βουλευτή Επικρατείας ΝΔ, υποψήφιου βουλευτή Β’ Αθηνών, 3/2/2004
Περνάμε, πλέον, οριστικά σε μία νέα εποχή, που καταργεί και αποδοκιμάζει τους παραδοσιακούς όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης.
|
Περάσαμε ήδη στην τελική ευθεία πριν από τις εκλογές, και το πολιτικό σκηνικό – όπως έχει διαμορφωθεί και μετά την αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ – παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εάν αποκόψουμε τη
συλλογιστική μας από τα στενά πλαίσια που ορίζουν τα κόμματα, η πρώτη διαπίστωση στην οποία καταλήγουμε, είναι ότι περνάμε, πλέον, οριστικά σε μία νέα εποχή, που καταργεί και αποδοκιμάζει τους
παραδοσιακούς όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η ξεπερασμένη πολιτική αντίληψη, με τον διαχωρισμό των πολιτών σύμφωνα με τον οριζόντιο άξονα Δεξιάς-Κέντρου-Αριστεράς, διατηρείται αποκλειστικά ως
σημείο αναφοράς και προέλευσης, καθώς δεν ανταποκρίνεται στον σύγχρονο αυτοπροσδιορισμό των πολιτών. Αντίθετα, κυριαρχούν οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις αναφορικά με τις στρατηγικές πολιτικές
επιλογές και τον προσανατολισμό της διακυβέρνησης, πάνω σε υπαρκτά ζητήματα. Μία εξέλιξη, που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι περάσαμε πλέον σε αυτό που κωδικοποιημένα μπορούμε να ορίσουμε ως «Εποχή του
Συγκεκριμένου».
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην επικοινωνιακή πολιτική. Όσο κι αν αναγνωρίζουμε στις μέρες μας τη δύναμη της εικόνας, υπάρχουν κάποια σημεία που μας υποδηλώνουν
ότι και σε αυτό το επίπεδο της πολιτικής, έχουν προκύψει νέα δεδομένα. Η παρωχημένη λογική της προηγούμενης δεκαετίας, όπου οποιαδήποτε δημοσιότητα χαρακτηρίζεται ως καλή δημοσιότητα, περνά και αυτή
με τη σειρά της στο παρελθόν. Η εξοικείωση της κοινής γνώμης με τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, η μεγάλη αγορά και η υπερπροσφορά πληροφοριών και ιδιαίτερα η δυσπιστία που εμφανίζεται τα τελευταία
χρόνια από την πλευρά των πολιτών και κυρίως των νέων, για την αντικειμενικότητα αυτών των πληροφοριών, δημιουργούν ένα σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον που αμφισβητεί την εμπεδωμένη αντίληψη ότι «το
μέσο είναι και μήνυμα». Έχοντας την ευκαιρία, μάλιστα, να επικεντρώσουμε μέσω ποιοτικών ερευνών στη συμπεριφορά του Έλληνα πολίτη-τηλεθεατή, διαπιστώνουμε ότι μετά τις «παιδικές ασθένειες» που
προκάλεσε η ελεύθερη αγορά στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, επέρχεται, πλέον, μία ισορροπία στον βαθμό επηρεασμού της κοινής γνώμης.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι επικείμενες εκλογές θα κινηθούν σε διαφορετικό μοτίβο, συμπεραίνουμε ότι η εικόνα, αυτή τη φορά, θα λειτουργήσει συμπληρωματικά. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από
την εξέταση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των δύο πολιτικών Αρχηγών, που αφορούν τη δημόσια εικόνα τους. Πρόκειται για δύο νέους πολιτικούς, με μετριοπαθή συμπεριφορά και ευγενική φυσιογνωμία.
Γνωρίζουν εξίσου το διεθνές περιβάλλον και τους αναγνωρίζεται η σύγχρονη αντίληψη και γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι σαφές ότι παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες, παρά διαφορές σε αυτό
το επίπεδο, με ξεκάθαρο αποτέλεσμα ότι η εικόνα από μόνη της δεν μπορεί να προσδώσει δυναμική σε κανέναν από τους δύο.
Ενδεχομένως κάποιος που δεν ασχολείται εκτενώς με την πολιτική διαδικασία να μην αντιλαμβάνεται τα παραπάνω συμπεράσματα, με δεδομένη την πρόσκαιρη επικοινωνιακή και όχι πολιτική ανάκαμψη (απόδειξη
ότι γρήγορα ανετράπη) που προκάλεσε στο ΠΑΣΟΚ η ανάληψη της ηγεσίας από τον Γ. Παπανδρέου. Εάν, όμως, συνεχίσουμε χωρίς δογματισμούς να αναλύουμε τα καινούργια δεδομένα, θα διαπιστώσουμε το εξής: Ο Γ.
Παπανδρέου επίσπευσε τη συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Διευκόλυνε, ουσιαστικά, μία διαδικασία που θα εξελισσόταν ούτως ή αλλιώς ακόμη κι αν το ΠΑΣΟΚ πήγαινε στις εκλογές με τον Κ. Σημίτη. Αυτό
προκύπτει τόσο από το πολιτικό κλίμα, όσο, κυρίως, από την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων διαχρονικά, ιδιαίτερα, μάλιστα, στις προηγούμενες εκλογές. Όπως αποδεικνύουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η
ελληνική κοινωνία στηρίζει και ενισχύει τον δικομματισμό. Η συντριπτική πλειοψηφία, που προσεγγίζει το 80% του συνόλου των ψηφοφόρων, επιλέγει τα δύο κόμματα εξουσίας. Επιλέγει ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ. Κανείς
πολιτικός επιστήμονας, αναλυτής, δημοσιογράφος ή πολιτικός δεν μπορούσε να υποστηρίξει, λοιπόν, ότι το ΠΑΣΟΚ θα έφτανε στις εκλογές με τα χαμηλά ποσοστά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις. Εάν πράγματι
ίσχυε ένα τέτοιο ενδεχόμενο – και ανεξάρτητα από το πού θα διοχετεύονταν οι απώλειες – οι έρευνες δεν θα αποτύπωναν απλώς μία έντονη δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική, αλλά θα κατέγραφαν ένα
ισχυρό κοινωνικό ρεύμα, που θα πίεζε για συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Θα είχε διαμορφωθεί, με άλλα λόγια, ένα σκηνικό ανασύνταξης του ενός πόλου, που θα ξέφευγε από το στενό κομματικό πλαίσιο του
ΠΑΣΟΚ.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, βεβαίως, ότι κάτι ανάλογο συνέβη και με την αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Είναι σαφές, όμως, ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, καθώς η ασκούμενη πολιτική, τα αδιέξοδα που
αυτή επέφερε και η σκανδαλολογία, δεν απασχόλησε την όλη διαδικασία. Αντίθετα, είτε δεχτούμε τον Γ. Παπανδρέου ως απόλυτο συνεχιστή της πολιτικής Σημίτη, είτε δεχτούμε ότι θα προσπαθήσει να προσδώσει
δικά του χαρακτηριστικά, στην προεκλογική περίοδο, αφενός τα κόμματα της αντιπολίτευσης οφείλουν να επισημάνουν τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής και να αναδείξουν τις δικές τους
προτάσεις και αφετέρου τα κυβερνητικά στελέχη οφείλουν να υπερασπιστούν τη μέχρι πρόσφατα ασκούμενη πολιτική, δικαιολογώντας ταυτόχρονα γιατί τώρα διαφωνούν με όσα μέχρι χθες υπερασπίζονταν.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, είναι πέρα από βέβαιο ότι θα εξελιχθεί μία προεκλογική περίοδος με πολλά νέα χαρακτηριστικά. Όχι μόνο διότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποφύγουμε τις ακρότητες και τις
φραστικές αντεγκλήσεις, αλλά γιατί επιβάλλεται να μιλήσουμε πολιτικά. Πιο πολύ από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν. Η συμφωνία μεταξύ των δύο αρχηγών για σειρά τηλεοπτικών συζητήσεων δίνει – κατά την
άποψή μου – αυτό το στίγμα. Η διεξαγωγή συζητήσεων κατά θεματικές ενότητες θα οδηγήσει τους αρχηγούς να τοποθετηθούν με σαφήνεια πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα. Οφείλουν, με άλλα λόγια, να ξεπεράσουν
τον παραδοσιακό πολιτικό λόγο, επιδιώκοντας να γίνουν συγκεκριμένοι για τις πολιτικές προτάσεις τους. Η κλιμάκωση αυτής της τακτικής θα οδηγήσει σε μία εμπεριστατωμένη σύγκριση των κυβερνητικών
προγραμμάτων. Ο πολίτης θα έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει τις πραγματικές προθέσεις των κομμάτων και να επιλέξει την κυβερνητική πρόταση που τον εμπνέει. Να ξεκαθαρίσει ορισμένα σημεία όπου οι
πολιτικές μοιάζουν συγκεχυμένες ή ταυτόσημες, κατανοώντας τις πραγματικές διαφορές στην πολιτική πρακτική, στη νοοτροπία και το ήθος.
Αυτό θα λειτουργήσει αφενός προς όφελος των κομμάτων που θα υποχρεωθούν να προβάλουν ανοιχτά την πολιτική τους φυσιογνωμία και αφετέρου θα λειτουργήσει ευεργετικά προς την ίδια την κοινωνία.
Η ανάδειξη της ουσίας και του περιεχομένου θα προσελκύσει περισσότερους πολίτες σε μία συμμετοχική διαδικασία πολιτικής αντιπαράθεσης. Θα αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για τα κοινά και θα προτρέψει
ακόμη περισσότερους, ιδιαίτερα νέους, να εκφράσουν τις αγωνίες τους για το μέλλον.
Και αυτό θα ενισχύσει την ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας.
|