Τηλεμαχίες σε Ευρώπη και ΗΠΑ
Σόνια Χαϊμαντά, Δημοσιογράφος – Ερευνήτρια 4/03/2004
Στην τηλεοπτική της εκδοχή, η λέξη «ντιμπέιτ» περιγράφει μια δομημένη διαδικασία, κατά την οποία οι πολιτικοί αρχηγοί παρουσιάζουν τις θέσεις τους και τα προγράμματα των κομμάτων τους, απαντώντας σε ερωτήσεις που θέτουν δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί ψηφοφόροι.
|
Προεκλογικό φαινόμενο της τελευταίας δεκαπενταετίας στην Ελλάδα, το debate ή επί το ελληνικότερον η «τηλεμαχία», έλκει την καταγωγή του –όπως είναι φυσικό – από την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ.
Πράγματι, το τηλεοπτικό debate στην Αμερική έχει αναχθεί σε ολόκληρη επιστήμη, με την οποία ασχολούνται εκατοντάδες πολιτικοί επιστήμονες, επικοινωνιολόγοι, σύμβουλοι, ψυχολόγοι, εκλογολόγοι και
βεβαίως οι άνθρωποι των «υποψήφιων» προέδρων. Το αμερικάνικο debate μάλιστα θεωρείται τόσο σημαντικό, καθώς συχνά έχει τη δυνατότητα να ρυθμίσει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα από τα επιχειρήματα που
αναπτύσσονται μέχρι ένα λάθος του υποψηφίου ή ακόμα και από έναν κακό φωτισμό.
Το πιο διάσημα debates που όλοι μπορούν να θυμούνται είναι του 1960 μεταξύ Τζον Κένεντι και Ρίτσαρντ Νίξον. Η «επικυριαρχία» του Κένεντι στο debate τον βοήθησε ώστε να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Αξιομνημόνευτη και η τηλεοπτική αναμέτρηση Μάικλ Δουκάκη και πατέρα Μπους το 1988 όταν, ενώ προηγείτο ο πρώτος με 17 μονάδες, έχασε τις εκλογές εξαιτίας μιας εξαιρετικά αποτυχημένης απάντησης που
έδωσε σε ερώτηση πώς θα αντιδρούσε αν σκότωναν την οικογένειά του. Απάντησε «θα τους εκτελούσα».
Πώς γεννήθηκε όμως το Debate; Μια αγγλική λέξη, που σημαίνει αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Στην τηλεοπτική της εκδοχή, η λέξη «ντιμπέιτ» περιγράφει μια δομημένη διαδικασία, κατά την οποία οι
πολιτικοί αρχηγοί παρουσιάζουν τις θέσεις τους και τα προγράμματα των κομμάτων τους, απαντώντας σε ερωτήσεις που θέτουν δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί ψηφοφόροι. Ιστορικά, οι πρώτες τηλεοπτικές
αναμετρήσεις διεξήχθησαν στις ΗΠΑ, το 1960, μεταξύ του Δημοκρατικού υποψηφίου Τζ. Κένεντι και του Ρεπουμπλικάνου Ρ. Νίξον. Η επικράτηση του πρώτου σε αυτές τις αναμετρήσεις θεωρείται ότι τον βοήθησαν
στο να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠA. Για πολλούς (κυρίως του Βρετανούς, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις τους Γερμανούς), το αμερικανικό μοντέλο τηλεοπτικής αντιπαράθεσης αποτελεί «πρότυπο»: Δύο
υποψήφιοι απαντούν εναλλάξ στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, γνωρίζοντας ότι απευθύνονται σε ένα ευρύτατο τηλεοπτικό ακροατήριο. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές (2000) διεξήχθησαν τρία ντιμπέιτ
μεταξύ των υποψήφιων προέδρων Τζ. Μπους τζούνιορ (Ρεπουμπλικάνος) και Αλ Γκορ (Δημοκράτης), καθώς και ένα μεταξύ των υποψηφίων αντιπροέδρων Ντ. Τσένι (Ρεπουμπλικάνος) και Τζ. Λίμπερμαν (Δημοκράτης).
Συντονιστής στα προεδρικά ντιμπέιτ ήταν ο παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (PBS) Τζιμ Λέρερ. Μεταξύ των τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων (3, 11 και 17 Οκτωβρίου 2000)
και της ημέρας των εκλογών (7 Νοεμβρίου 2000) μεσολάβησε περίπου ένας μήνας. Ως τόπος αντιπαράθεσης ορίστηκαν αίθουσες του πανεπιστημίου Μασαχουσέτης (Βοστόνη), του πανεπιστημίου Ουέικ Φόρεστ
(Ουίνστον–Σάλεμ, Β. Καρολίνα) και του πανεπιστημίου Ουάσινγκτον (Σεντ Λούις, Μισούρι). Η διάρκεια των ντιμπέιτ ήταν 90 λεπτά.
Ειδική επιτροπή για Debates
Διοργανωτής των τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων ήταν η Επιτροπή για τα Προεδρικά Ντιμπέιτ (CPD), μία μη κερδοσκοπική, μη κομματική οργάνωση, που ιδρύθηκε το 1987 από επιτροπές των δύο μεγάλων εθνικών
κομμάτων των ΗΠΑ. Τις αντιπαραθέσεις παρακολούθησαν από 37,5 έως 46,6 εκατ. τηλεθεατές, σε σύνολο πληθυσμού 281,4 εκατ. Κάθε μία από τις τρεις αντιπαραθέσεις είχε διαφορετική δομή, συμφωνημένη από τις
δύο πλευρές. Στην πρώτη αντιπαράθεση, ο συντονιστής έθετε τα ερωτήματα εναλλάξ στους υποψηφίους, οι οποίοι είχαν δύο λεπτά χρόνο για να απαντήσουν και ένα λεπτό να αντικρούσουν τον αντίπαλο. Ο
συντονιστής είχε δικαίωμα να επαναφέρει ένα ερώτημα και να εκτείνει τον διαθέσιμο χρόνο απάντησης στα 3,5 λεπτά. Οι υποψήφιοι δεν μπορούσαν να ρωτήσουν ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχαν εναρκτήριες
δηλώσεις, αλλά κάθε υποψήφιος είχε από δύο λεπτά στο κλείσιμο της αντιπαράθεσης. Οι ερωτήσεις και τα θέματα που τέθηκαν, επιλέχθηκαν από τον συντονιστή και δεν τέθηκαν υπόψιν των υποψηφίων πριν την
τηλεοπτική αντιπαράθεση. Το ντιμπέιτ παρακολούθησε ολιγάριθμο κοινό, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης. Μπορούσε μόνο να χειροκροτήσει κατά την κοινή είσοδο των δύο υποψηφίων, του τότε κυβερνήτη του Τέξας
Τζ. Μπους και του τότε αντιπροέδρου Αλ Γκορ. Η δεύτερη αντιπαράθεση είχε τη μορφή συζήτησης, με τον συντονιστή να θέτει τις ερωτήσεις και τα θέματα. Μοναδικός κανόνας ήταν οι απαντήσεις να μην
υπερβαίνουν τα δύο λεπτά (με δικαίωμα ενός λεπτού για αντίκρουση και δύο λεπτά για κλείσιμο). Το ολιγάριθμο κοινό έπρεπε και πάλι να παραμείνει σιωπηλό. Στην τρίτη αντιπαράθεση, που διεξήχθη στο
πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον, τις ερωτήσεις έθεταν ψηφοφόροι από την ευρύτερη περιοχή του Σεντ Λούις, οι οποίοι προσδιορίστηκαν από τον οργανισμό Γκάλοπ ως «αδέσμευτοι›. Οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι
παρέδωσαν τις ερωτήσεις τους, πριν την αναμέτρηση, στον συντονιστή. Ο τελευταίος αποφάσισε για τη σειρά των ερωτήσεων, ενώ είχε δικαίωμα επαναφοράς κάποιας ερώτησης. Τις ερωτήσεις έθεταν οι ίδιοι οι
συμμετέχοντες, αλλά το μικρόφωνό τους σιγούσε μετά την ολοκλήρωση της ερώτησης. Οι απαντήσεις και πάλι δεν έπρεπε να ξεπερνούν τα δύο λεπτά, ενώ υπήρχε δικαίωμα αντίκρουσης εντός ενός λεπτού, καθώς
και από δύο λεπτά για το κλείσιμο.
H εξέλιξη του …είδους
Μέσα σε μια 40ετία, από το 1960 έως το 2000, τα προεδρικά ντιμπέιτ στην αμερικανική τηλεόραση δεν είχαν την ίδια μορφή. Παρά το γεγονός ότι στην αμερικανική πολιτική σκηνή κυριαρχούν δύο κόμματα, το
1980, ο ανεξάρτητος υποψήφιος Τζον Άντερσον συμμετείχε στη μία από τις δύο τηλεοπτικές αναμετρήσεις (με τον πρώην κυβερνήτη της Καλιφόρνια Ρ. Ρέιγκαν), ενώ το 1992, ο επίσης ανεξάρτητος
πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Ρος Περό συμμετείχε και στις τρεις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις με τον τότε πρόεδρο Τζ. Μπους (Ρεπουμπλικάνος) και τον τότε κυβερνήτη του Αρκάνσας Μπιλ Κλίντον
(Δημοκράτης). Η δυνατότητα αυτή δεν δόθηκε στον Πράσινο υποψήφιο Ραλφ Νέιντερ το 2000, με το σκεπτικό ότι δεν διέθετε εθνική υποστήριξη. Τελικώς, ο κ. Νέιντερ έλαβε το 2,73% των ψήφων, συμμετέχοντας
και στις 50 Πολιτείες. Του απαγορεύθηκε μάλιστα η παρακολούθηση της τρίτης τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, παρότι κάποιος από το κοινό τού παραχώρησε τη θέση του. Η συμμετοχή του κ. Νέιντερ στις εκλογές,
και ειδικότερα οι 97.000 ψήφοι που έλαβε στην κρίσιμη Πολιτεία της Φλόριδας, εκτιμήθηκε ότι στέρησαν από τον κ. Γκορ την εκλογή του στην Προεδρία των ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων
του κ. Νέιντερ προέρχονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα και ότι ο κ. Μπους έλαβε στην Πολιτεία της Φλόριδας μόλις 537 ψήφους περισσότερες από τον κ. Γκορ. Αν και οι πρώτες τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις
διεξήχθησαν το 1960, δεν επαναλήφθηκαν στις προεδρικές εκλογές του 1964, του 1968, και του 1972.
Από το 1976 διεξάγονται ανελλιπώς, ενώ έχουν ήδη προγραμματιστεί οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις των εκλογών του 2004. Θα διεξαχθούν και πάλι σε πανεπιστημιακούς χώρους, κατά το διάστημα από τις 30
Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου (τρεις μεταξύ υποψήφιων προέδρων και μία μεταξύ υποψήφιων αντιπροέδρων). Η Επιτροπή για τα Προεδρικά Ντιμπέιτ (CPD) δεν ήταν πάντα η ανάδοχος των τηλεοπτικών
αναμετρήσεων. Οι πρώτες αναμετρήσεις διεξήχθησαν και μεταδόθηκαν από τα τρία μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα ABC, CBS και NBC. Τις αναμετρήσεις του 1976, 1980 και 1984 διοργάνωσε η Ένωση Γυναικών Ψηφοφόρων
(LWV) και τις επόμενες, η CPD.
Πόσοι βλέπουν τα debates στις ΗΠΑ
Το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Το 1960, τις αναμετρήσεις Νίξον–Κένεντι παρακολούθησαν έως και 66,4 εκατ. τηλεθεατές. Το 1976, τις αναμετρήσεις Κάρτερ–Φορντ
παρακολούθησαν έως και 69,7 εκατ. τηλεθεατές. Το 1980, στην αναμέτρηση Ρέιγκαν–Κάρτερ καταγράφηκε η μεγαλύτερη τηλεθέαση, με 80,6 εκατ. Αμερικανούς να έχουν σταθεί μπροστά στη μικρή οθόνη. Το 1984,
τις αναμετρήσεις Ρέιγκαν–Μοντέιλ παρακολούθησαν έως και 67,3 εκατ. τηλεθεατές. Το 1988, τις αναμετρήσεις Μπους–Δουκάκη παρακολούθησαν έως και 67,3 εκατ. τηλεθεατές. Το 1992, τις αναμετρήσεις
Κλίντον–Μπους–Περό παρακολούθησαν έως και 66,9 εκατ. τηλεθεατές. Το 1996, η τηλεθέαση των αναμετρήσεων Κλίντον–Ντόουλ ήταν αισθητά μικρότερη με έως 46,1 εκατ. τηλεθεατές. Τέλος, το 2000, τις
αναμετρήσεις Γκορ–Μπους τζούνιορ παρακολούθησαν έως και 46,6 εκατ. τηλεθεατές.
Επίσης, οι αντιπαραθέσεις δεν διεξάγονταν πάντα «εφ’ όλης της ύλης». Το 1960, η πρώτη από τις τέσσερις αναμετρήσεις ήταν για εσωτερικά θέματα, η δεύτερη και η τρίτη είχαν γενικό περιεχόμενο και η
τέταρτη ήταν για τα εξωτερικά. Το 1976, από τις τρεις αναμετρήσεις, η πρώτη ήταν για τα εσωτερικά, η δεύτερη για τα διεθνή και τα αμυντικά και η τρίτη ήταν γενική. Το 1980, η αναμέτρηση
Ρέιγκαν–Άντερσον ήταν γενική, ενώ η αναμέτρηση Κάρτερ–Ρέιγκαν ήταν επί εσωτερικών, οικονομικών, εξωτερικών και θεμάτων εσωτερικής ασφάλειας. Το 1984, και οι δύο αναμετρήσεις ήταν θεματολογικά
προσδιορισμένες, η πρώτη για οικονομικά και εσωτερικά θέματα, ενώ η δεύτερη επί της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής. Το 1988, από τις δύο αναμετρήσεις, η πρώτη αφιερώθηκε εξίσου σε θέματα διεθνούς
και εσωτερικής πολιτικής και η δεύτερη ήταν γενική. Από το 1992 οι αναμετρήσεις δεν περιορίστηκαν θεματολογικά. Όσο για τη συμμετοχή κοινού, το οποίο να έχει δυνατότητα κατάθεσης ερωτήσεων, αυτή
υπήρχε – εκτός από το 2000 – και στις αναμετρήσεις του 1996 και του 1992. Αξιοσημείωτες είναι και οι αλλαγές στη σύνθεση των δημοσιογραφικών ομάδων που θέτουν τις ερωτήσεις στους υποψήφιους προέδρους.
Ενώ ο συντονιστής των αναμετρήσεων ήταν πάντα δημοσιογράφος της τηλεόρασης, σε όσες αναμετρήσεις υπήρχε «πάνελ», μετείχαν και δημοσιογράφοι από άλλα μέσα. Το 1960 υπήρχαν δημοσιογράφοι από τα
τηλεοπτικά δίκτυα ABC, CBS, NBC αλλά και – μοιρασμένοι στις τρεις αναμετρήσεις – από το ραδιοφωνικό δίκτυο Mutual BC, το πρακτορείο UPI, καθώς και από έντυπα μέσα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, μετείχαν τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, αλλά και εκπρόσωποι των εφημερίδων (π.χ. New York Herald Tribune, Wall Street Journal, NYT, Baltimore Sun, Washington Post, LAT) και
των περιοδικών (π.χ. Reporter, New Yorker, Newsweek, Fortune, US News & World Report, New Republic). Στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις (1996 και 2000) υπήρχε μόνο ένας συντονιστής από τη δημόσια
ραδιοτηλεόραση.
Στο τέμπο του γαλλικού μοντέλου το ελληνικό debate
Τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ υποψήφιων προέδρων ή πρωθυπουργών διεξάγονται και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία. Η διαδικασία που ακολουθείται δεν είναι τόσο περιοριστική όσο στις ΗΠΑ. Για του λόγου
το αληθές, αρκεί να αναφερθούμε στη δική μας πραγματικότητα που προσιδιάζει περισσότερο στο γαλλικό μοντέλο. Για παράδειγμα, στις προεδρικές εκλογές του 1995, η τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των Ζ.
Σιράκ και Λ. Ζοσπέν είχε περισσότερο χαρακτήρα συζήτησης. Οι δημοσιογράφοι δεν έθεταν πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις, και στην περίπτωση που οι υποψήφιοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο χρόνο από τον
προτεινόμενο, αφαιρούνταν από την επόμενη απάντηση. Το 2002, πάντως, ο Ζ. Σιράκ αρνήθηκε να αντιπαρατεθεί στην τηλεόραση με τον συνυποψήφιό του, ηγέτη του Εθνικού Μετώπου, Ζ. Μ. Λεπέν, τον οποίο
επέκρινε για θέσεις που προωθούν τον σκοταδισμό και το μίσος. Πάντως, το 69% των Γάλλων τάσσονταν υπέρ της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου CSA για την εφημερίδα Le
Parisien.
Διαφορές και ομοιότητες στην εκλογική νομοθεσία
Η αμερικανοποίηση της ελληνικής πολιτικής ζωής, που συχνά θεωρείται και αναβάθμιση της πολιτικής ζωής, αποτυπώνεται και στην επιχείρηση της Πολιτείας να νομοθετήσει αυστηρά ώστε να τηρηθεί η αρχή της
αναλογικότητας και να ενισχυθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Στην Ευρώπη δίνεται στα αντίπαλα κόμματα δωρεάν τηλεοπτικός χρόνος, αναλογικά με την εκλογική τους δύναμη στις πρόσφατες εκλογές, προκειμένου
να απευθυνθούν στο κοινό. Στις περισσότερες χώρες επιτρέπονται οι πολιτικές διαφημίσεις χωρίς περιορισμούς. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τα κανάλια του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, αλλά και πολλά μικρά
κανάλια στην Ελλάδα δεν κρατούν ίσες αποστάσεις, ενώ στη Βρετανία δεν επιτρέπεται ακόμη η πληρωμένη πολιτική διαφήμιση των κομμάτων!
Προεκλογικό φαινόμενο της τελευταίας δεκαπενταετίας στην Ελλάδα, το debate ή επί το ελληνικότερον η «τηλεμαχία», έλκει την καταγωγή του –όπως είναι φυσικό – από την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ.
Πράγματι, το τηλεοπτικό debate στην Αμερική έχει αναχθεί σε ολόκληρη επιστήμη, με την οποία ασχολούνται εκατοντάδες πολιτικοί επιστήμονες, επικοινωνιολόγοι, σύμβουλοι, ψυχολόγοι, εκλογολόγοι και
βεβαίως οι άνθρωποι των «υποψήφιων» προέδρων. Το αμερικάνικο debate μάλιστα θεωρείται τόσο σημαντικό, καθώς συχνά έχει τη δυνατότητα να ρυθμίσει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα από τα επιχειρήματα που
αναπτύσσονται μέχρι ένα λάθος του υποψηφίου ή ακόμα και από έναν κακό φωτισμό.
Το πιο διάσημα debates που όλοι μπορούν να θυμούνται είναι του 1960 μεταξύ Τζον Κένεντι και Ρίτσαρντ Νίξον. Η «επικυριαρχία» του Κένεντι στο debate τον βοήθησε ώστε να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Αξιομνημόνευτη και η τηλεοπτική αναμέτρηση Μάικλ Δουκάκη και πατέρα Μπους το 1988 όταν, ενώ προηγείτο ο πρώτος με 17 μονάδες, έχασε τις εκλογές εξαιτίας μιας εξαιρετικά αποτυχημένης απάντησης που
έδωσε σε ερώτηση πώς θα αντιδρούσε αν σκότωναν την οικογένειά του. Απάντησε «θα τους εκτελούσα».
Πώς γεννήθηκε όμως το Debate; Μια αγγλική λέξη, που σημαίνει αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Στην τηλεοπτική της εκδοχή, η λέξη «ντιμπέιτ» περιγράφει μια δομημένη διαδικασία, κατά την οποία οι πολιτικοί
αρχηγοί παρουσιάζουν τις θέσεις τους και τα προγράμματα των κομμάτων τους, απαντώντας σε ερωτήσεις που θέτουν δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί ψηφοφόροι. Ιστορικά, οι πρώτες τηλεοπτικές αναμετρήσεις
διεξήχθησαν στις ΗΠΑ, το 1960, μεταξύ του Δημοκρατικού υποψηφίου Τζ. Κένεντι και του Ρεπουμπλικάνου Ρ. Νίξον. Η επικράτηση του πρώτου σε αυτές τις αναμετρήσεις θεωρείται ότι τον βοήθησαν στο να
εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠA. Για πολλούς (κυρίως του Βρετανούς, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις τους Γερμανούς), το αμερικανικό μοντέλο τηλεοπτικής αντιπαράθεσης αποτελεί «πρότυπο»: Δύο υποψήφιοι
απαντούν εναλλάξ στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, γνωρίζοντας ότι απευθύνονται σε ένα ευρύτατο τηλεοπτικό ακροατήριο. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές (2000) διεξήχθησαν τρία ντιμπέιτ μεταξύ των
υποψήφιων προέδρων Τζ. Μπους τζούνιορ (Ρεπουμπλικάνος) και Αλ Γκορ (Δημοκράτης), καθώς και ένα μεταξύ των υποψηφίων αντιπροέδρων Ντ. Τσένι (Ρεπουμπλικάνος) και Τζ. Λίμπερμαν (Δημοκράτης). Συντονιστής
στα προεδρικά ντιμπέιτ ήταν ο παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (PBS) Τζιμ Λέρερ. Μεταξύ των τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων (3, 11 και 17 Οκτωβρίου 2000) και της
ημέρας των εκλογών (7 Νοεμβρίου 2000) μεσολάβησε περίπου ένας μήνας. Ως τόπος αντιπαράθεσης ορίστηκαν αίθουσες του πανεπιστημίου Μασαχουσέτης (Βοστόνη), του πανεπιστημίου Ουέικ Φόρεστ (Ουίνστον–Σάλεμ,
Β. Καρολίνα) και του πανεπιστημίου Ουάσινγκτον (Σεντ Λούις, Μισούρι). Η διάρκεια των ντιμπέιτ ήταν 90 λεπτά.
Ειδική επιτροπή για Debates
Διοργανωτής των τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων ήταν η Επιτροπή για τα Προεδρικά Ντιμπέιτ (CPD), μία μη κερδοσκοπική, μη κομματική οργάνωση, που ιδρύθηκε το 1987 από επιτροπές των δύο μεγάλων εθνικών
κομμάτων των ΗΠΑ. Τις αντιπαραθέσεις παρακολούθησαν από 37,5 έως 46,6 εκατ. τηλεθεατές, σε σύνολο πληθυσμού 281,4 εκατ. Κάθε μία από τις τρεις αντιπαραθέσεις είχε διαφορετική δομή, συμφωνημένη από τις
δύο πλευρές. Στην πρώτη αντιπαράθεση, ο συντονιστής έθετε τα ερωτήματα εναλλάξ στους υποψηφίους, οι οποίοι είχαν δύο λεπτά χρόνο για να απαντήσουν και ένα λεπτό να αντικρούσουν τον αντίπαλο. Ο
συντονιστής είχε δικαίωμα να επαναφέρει ένα ερώτημα και να εκτείνει τον διαθέσιμο χρόνο απάντησης στα 3,5 λεπτά. Οι υποψήφιοι δεν μπορούσαν να ρωτήσουν ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχαν εναρκτήριες
δηλώσεις, αλλά κάθε υποψήφιος είχε από δύο λεπτά στο κλείσιμο της αντιπαράθεσης. Οι ερωτήσεις και τα θέματα που τέθηκαν, επιλέχθηκαν από τον συντονιστή και δεν τέθηκαν υπόψιν των υποψηφίων πριν την
τηλεοπτική αντιπαράθεση. Το ντιμπέιτ παρακολούθησε ολιγάριθμο κοινό, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης. Μπορούσε μόνο να χειροκροτήσει κατά την κοινή είσοδο των δύο υποψηφίων, του τότε κυβερνήτη του Τέξας
Τζ. Μπους και του τότε αντιπροέδρου Αλ Γκορ. Η δεύτερη αντιπαράθεση είχε τη μορφή συζήτησης, με τον συντονιστή να θέτει τις ερωτήσεις και τα θέματα. Μοναδικός κανόνας ήταν οι απαντήσεις να μην
υπερβαίνουν τα δύο λεπτά (με δικαίωμα ενός λεπτού για αντίκρουση και δύο λεπτά για κλείσιμο). Το ολιγάριθμο κοινό έπρεπε και πάλι να παραμείνει σιωπηλό. Στην τρίτη αντιπαράθεση, που διεξήχθη στο
πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον, τις ερωτήσεις έθεταν ψηφοφόροι από την ευρύτερη περιοχή του Σεντ Λούις, οι οποίοι προσδιορίστηκαν από τον οργανισμό Γκάλοπ ως «αδέσμευτοι›. Οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι
παρέδωσαν τις ερωτήσεις τους, πριν την αναμέτρηση, στον συντονιστή. Ο τελευταίος αποφάσισε για τη σειρά των ερωτήσεων, ενώ είχε δικαίωμα επαναφοράς κάποιας ερώτησης. Τις ερωτήσεις έθεταν οι ίδιοι οι
συμμετέχοντες, αλλά το μικρόφωνό τους σιγούσε μετά την ολοκλήρωση της ερώτησης. Οι απαντήσεις και πάλι δεν έπρεπε να ξεπερνούν τα δύο λεπτά, ενώ υπήρχε δικαίωμα αντίκρουσης εντός ενός λεπτού, καθώς
και από δύο λεπτά για το κλείσιμο.
H εξέλιξη του …είδους
Μέσα σε μια 40ετία, από το 1960 έως το 2000, τα προεδρικά ντιμπέιτ στην αμερικανική τηλεόραση δεν είχαν την ίδια μορφή. Παρά το γεγονός ότι στην αμερικανική πολιτική σκηνή κυριαρχούν δύο κόμματα, το
1980, ο ανεξάρτητος υποψήφιος Τζον Άντερσον συμμετείχε στη μία από τις δύο τηλεοπτικές αναμετρήσεις (με τον πρώην κυβερνήτη της Καλιφόρνια Ρ. Ρέιγκαν), ενώ το 1992, ο επίσης ανεξάρτητος
πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Ρος Περό συμμετείχε και στις τρεις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις με τον τότε πρόεδρο Τζ. Μπους (Ρεπουμπλικάνος) και τον τότε κυβερνήτη του Αρκάνσας Μπιλ Κλίντον
(Δημοκράτης). Η δυνατότητα αυτή δεν δόθηκε στον Πράσινο υποψήφιο Ραλφ Νέιντερ το 2000, με το σκεπτικό ότι δεν διέθετε εθνική υποστήριξη. Τελικώς, ο κ. Νέιντερ έλαβε το 2,73% των ψήφων, συμμετέχοντας
και στις 50 Πολιτείες. Του απαγορεύθηκε μάλιστα η παρακολούθηση της τρίτης τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, παρότι κάποιος από το κοινό τού παραχώρησε τη θέση του. Η συμμετοχή του κ. Νέιντερ στις εκλογές,
και ειδικότερα οι 97.000 ψήφοι που έλαβε στην κρίσιμη Πολιτεία της Φλόριδας, εκτιμήθηκε ότι στέρησαν από τον κ. Γκορ την εκλογή του στην Προεδρία των ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων
του κ. Νέιντερ προέρχονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα και ότι ο κ. Μπους έλαβε στην Πολιτεία της Φλόριδας μόλις 537 ψήφους περισσότερες από τον κ. Γκορ. Αν και οι πρώτες τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις
διεξήχθησαν το 1960, δεν επαναλήφθηκαν στις προεδρικές εκλογές του 1964, του 1968, και του 1972.
Από το 1976 διεξάγονται ανελλιπώς, ενώ έχουν ήδη προγραμματιστεί οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις των εκλογών του 2004. Θα διεξαχθούν και πάλι σε πανεπιστημιακούς χώρους, κατά το διάστημα από τις 30
Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου (τρεις μεταξύ υποψήφιων προέδρων και μία μεταξύ υποψήφιων αντιπροέδρων). Η Επιτροπή για τα Προεδρικά Ντιμπέιτ (CPD) δεν ήταν πάντα η ανάδοχος των τηλεοπτικών
αναμετρήσεων. Οι πρώτες αναμετρήσεις διεξήχθησαν και μεταδόθηκαν από τα τρία μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα ABC, CBS και NBC. Τις αναμετρήσεις του 1976, 1980 και 1984 διοργάνωσε η Ένωση Γυναικών Ψηφοφόρων
(LWV) και τις επόμενες, η CPD.
Πόσοι βλέπουν τα debates στις ΗΠΑ
Το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Το 1960, τις αναμετρήσεις Νίξον–Κένεντι παρακολούθησαν έως και 66,4 εκατ. τηλεθεατές. Το 1976, τις αναμετρήσεις Κάρτερ–Φορντ
παρακολούθησαν έως και 69,7 εκατ. τηλεθεατές. Το 1980, στην αναμέτρηση Ρέιγκαν–Κάρτερ καταγράφηκε η μεγαλύτερη τηλεθέαση, με 80,6 εκατ. Αμερικανούς να έχουν σταθεί μπροστά στη μικρή οθόνη. Το 1984,
τις αναμετρήσεις Ρέιγκαν–Μοντέιλ παρακολούθησαν έως και 67,3 εκατ. τηλεθεατές. Το 1988, τις αναμετρήσεις Μπους–Δουκάκη παρακολούθησαν έως και 67,3 εκατ. τηλεθεατές. Το 1992, τις αναμετρήσεις
Κλίντον–Μπους–Περό παρακολούθησαν έως και 66,9 εκατ. τηλεθεατές. Το 1996, η τηλεθέαση των αναμετρήσεων Κλίντον–Ντόουλ ήταν αισθητά μικρότερη με έως 46,1 εκατ. τηλεθεατές. Τέλος, το 2000, τις
αναμετρήσεις Γκορ–Μπους τζούνιορ παρακολούθησαν έως και 46,6 εκατ. τηλεθεατές.
Επίσης, οι αντιπαραθέσεις δεν διεξάγονταν πάντα «εφ’ όλης της ύλης». Το 1960, η πρώτη από τις τέσσερις αναμετρήσεις ήταν για εσωτερικά θέματα, η δεύτερη και η τρίτη είχαν γενικό περιεχόμενο και η
τέταρτη ήταν για τα εξωτερικά. Το 1976, από τις τρεις αναμετρήσεις, η πρώτη ήταν για τα εσωτερικά, η δεύτερη για τα διεθνή και τα αμυντικά και η τρίτη ήταν γενική. Το 1980, η αναμέτρηση
Ρέιγκαν–Άντερσον ήταν γενική, ενώ η αναμέτρηση Κάρτερ–Ρέιγκαν ήταν επί εσωτερικών, οικονομικών, εξωτερικών και θεμάτων εσωτερικής ασφάλειας. Το 1984, και οι δύο αναμετρήσεις ήταν θεματολογικά
προσδιορισμένες, η πρώτη για οικονομικά και εσωτερικά θέματα, ενώ η δεύτερη επί της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής. Το 1988, από τις δύο αναμετρήσεις, η πρώτη αφιερώθηκε εξίσου σε θέματα διεθνούς
και εσωτερικής πολιτικής και η δεύτερη ήταν γενική. Από το 1992 οι αναμετρήσεις δεν περιορίστηκαν θεματολογικά. Όσο για τη συμμετοχή κοινού, το οποίο να έχει δυνατότητα κατάθεσης ερωτήσεων, αυτή
υπήρχε – εκτός από το 2000 – και στις αναμετρήσεις του 1996 και του 1992. Αξιοσημείωτες είναι και οι αλλαγές στη σύνθεση των δημοσιογραφικών ομάδων που θέτουν τις ερωτήσεις στους υποψήφιους προέδρους.
Ενώ ο συντονιστής των αναμετρήσεων ήταν πάντα δημοσιογράφος της τηλεόρασης, σε όσες αναμετρήσεις υπήρχε «πάνελ», μετείχαν και δημοσιογράφοι από άλλα μέσα. Το 1960 υπήρχαν δημοσιογράφοι από τα
τηλεοπτικά δίκτυα ABC, CBS, NBC αλλά και – μοιρασμένοι στις τρεις αναμετρήσεις – από το ραδιοφωνικό δίκτυο Mutual BC, το πρακτορείο UPI, καθώς και από έντυπα μέσα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, μετείχαν τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, αλλά και εκπρόσωποι των εφημερίδων (π.χ. New York Herald Tribune, Wall Street Journal, NYT, Baltimore Sun, Washington Post, LAT) και
των περιοδικών (π.χ. Reporter, New Yorker, Newsweek, Fortune, US News & World Report, New Republic). Στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις (1996 και 2000) υπήρχε μόνο ένας συντονιστής από τη δημόσια
ραδιοτηλεόραση.
Στο τέμπο του γαλλικού μοντέλου το ελληνικό debate
Τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ υποψήφιων προέδρων ή πρωθυπουργών διεξάγονται και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία. Η διαδικασία που ακολουθείται δεν είναι τόσο περιοριστική όσο στις ΗΠΑ. Για του λόγου
το αληθές, αρκεί να αναφερθούμε στη δική μας πραγματικότητα που προσιδιάζει περισσότερο στο γαλλικό μοντέλο. Για παράδειγμα, στις προεδρικές εκλογές του 1995, η τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των Ζ.
Σιράκ και Λ. Ζοσπέν είχε περισσότερο χαρακτήρα συζήτησης. Οι δημοσιογράφοι δεν έθεταν πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις, και στην περίπτωση που οι υποψήφιοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο χρόνο από τον
προτεινόμενο, αφαιρούνταν από την επόμενη απάντηση. Το 2002, πάντως, ο Ζ. Σιράκ αρνήθηκε να αντιπαρατεθεί στην τηλεόραση με τον συνυποψήφιό του, ηγέτη του Εθνικού Μετώπου, Ζ. Μ. Λεπέν, τον οποίο
επέκρινε για θέσεις που προωθούν τον σκοταδισμό και το μίσος. Πάντως, το 69% των Γάλλων τάσσονταν υπέρ της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου CSA για την εφημερίδα Le
Parisien.
Διαφορές και ομοιότητες στην εκλογική νομοθεσία
Η αμερικανοποίηση της ελληνικής πολιτικής ζωής, που συχνά θεωρείται και αναβάθμιση της πολιτικής ζωής, αποτυπώνεται και στην επιχείρηση της Πολιτείας να νομοθετήσει αυστηρά ώστε να τηρηθεί η αρχή της
αναλογικότητας και να ενισχυθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Στην Ευρώπη δίνεται στα αντίπαλα κόμματα δωρεάν τηλεοπτικός χρόνος, αναλογικά με την εκλογική τους δύναμη στις πρόσφατες εκλογές, προκειμένου
να απευθυνθούν στο κοινό. Στις περισσότερες χώρες επιτρέπονται οι πολιτικές διαφημίσεις χωρίς περιορισμούς. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τα κανάλια του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, αλλά και πολλά μικρά
κανάλια στην Ελλάδα δεν κρατούν ίσες αποστάσεις, ενώ στη Βρετανία δεν επιτρέπεται ακόμη η πληρωμένη πολιτική διαφήμιση των κομμάτων!
|