3+1 αλήθειες για τις συνεργασίες
του Στάθη Σταθόπουλου, συμβούλου Εκλογικής Στρατηγικής και Επικοινωνίας, 1/3/2004
Οι εκλογικές συνεργασίες που ανακοίνωσαν τα δύο κόμματα δεν μπορεί να απειλήσουν τη συνοχή τους, αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν αναμένεται να προσπορίσουν και αξιοσημείωτα οφέλη.
|
Η ανακοίνωση της ένταξης Ανδριανόπουλου και Μάνου στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και Παπαθεμελή στο ψηφοδέλτιο της Α΄ Θεσσαλονίκης της ΝΔ, συνοδεύτηκε από πολλά σχόλια, αναλύσεις και
ερμηνείες. Επιχειρείται τις τελευταίες μέρες να εξαχθούν ευρύτερα συμπεράσματα για τον πολιτικό προσανατολισμό των δύο μεγάλων κομμάτων, τις πιθανές αλλαγές στην πολιτική τους φυσιογνωμία και τη
μελλοντική τους θέση στον - πάντα υπαρκτό - ιδεολογικό άξονα.
Προσπαθώντας κανείς να κρίνει ψύχραιμα την εξέλιξη αυτή, θα μπορούσε, πιστεύω, να καταλήξει στα εξής συμπεράσματα:
Αλήθεια πρώτη: Είναι προφανές ότι τέτοιες κινήσεις δεν βελτιώνουν την ήδη θρυμματισμένη εικόνα της πολιτικής. Δίνουν επιχειρήματα σε όσους κάνουν λόγο για την πολιτική των σημαιών ευκαιρίας.
Από εκεί και πέρα, όμως, μιλούν υποκριτικά όσοι βλέπουν σε αυτές τις συνεργασίες δήθεν πρωτοφανείς εξελίξεις ή μεταλλάξεις της βασικής φυσιογνωμίας των κομμάτων. Ανασύρθηκαν παλαιότερες δηλώσεις
προκειμένου να γίνει υπεράσπιση της χαμένης ηθικής. Όσο δίκιο κι αν έχουν, δεν ανακαλύπτουν τώρα την «Αμερική της πολιτικής ακροβασίας». Οι φαινομενικά «παράταιρες» συνεργασίες ή προσχωρήσεις στις
παραμονές εκλογικών αναμετρήσεων έχουν μακρά παράδοση στο πολιτικό μας τοπίο. Αναφέρω τα πιο τρανταχτά – ίσως – παραδείγματα των:
Γεωργίου Παπανδρέου: Ο μετέπειτα αρχηγός της Ένωσης Κέντρου και πρωθυπουργός εξελέγη το 1952 ως συνεργαζόμενος με το ψηφοδέλτιο Αχαΐας του Ελληνικού Συναγερμού υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου
Παπάγου. Στις εκλογές εκείνες εφαρμόστηκε το πλειοψηφικό σύστημα και ο κεντρώος αυτός πολιτικός κινδύνευε με πολιτικό αφανισμό. Δεν κατηγορήθηκε ποτέ για αλλοίωση των ιδεολογικών του πεποιθήσεων, ούτε
η πρόσκαιρη συνεργασία αυτή ήταν ικανή να μεταβάλει τα δομημένα χαρακτηριστικά του κόμματος που τον φιλοξένησε.
Κων/νου Μητσοτάκη: Μετά την πολιτική επιλογή που έκανε στα γεγονότα του 1965 και βλέποντας μεταδικτατορικά όλους τους δρόμους των πέραν της Κεντροδεξιάς κομματικών χώρων να παραμένουν
ερμητικά κλειστοί για τον ίδιο, προσχώρησε το 1978 στη Νέα Δημοκρατία ουσιαστικά μόνος. Ελάχιστους μήνες πριν, ως επικεφαλής βραχύβιου προσωποπαγούς κόμματος, είχε εξαπολύσει σκληρές επιθέσεις κατά
της Νέας Δημοκρατίας, με χαρακτηριστικότερη τη φράση «Καραμανλής ίσον χάος» που του αποδίδεται. Σε διάστημα δώδεκα ετών διετέλεσε υπουργός των Κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη σε κρίσιμες θέσεις,
εξελέγη αρχηγός του Κόμματος το 1984 και πρωθυπουργός το 1990. Επί των ημερών του κατακτήθηκε η καλύτερη εκλογική επίδοση της ΝΔ σε εκλογές που έγιναν μετά το 1974. Κατά τα χρόνια της ηγεσίας του
οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία σε περισσότερο φιλελεύθερο προσανατολισμό, δεν πρέπει να παραγνωριστεί, όμως, ότι αυτό συνέβη μόνο πρόσκαιρα και σε επίπεδο κορυφής, χωρίς να διαφοροποιήσει πολύ το κόμμα,
που στη βάση του παρέμεινε «καραμανλικό».
Τέλος, ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε στα ψηφοδέλτια Επικρατείας και Ευρωκοινοβουλίου του ΠΑΣΟΚ τον κεντρώο ηγέτη Γεώργιο Μαύρο. Λίγα χρόνια πριν τη συνεργασία του αυτή και ως ηγέτης της
υπό κατάρρευση ΕΔΗΚ διακήρυξε από τα προεκλογικά μπαλκόνια το 1977 την πεποίθησή του ότι «κάθε ψήφος στο ΠΑΣΟΚ είναι ένα βόλι στην καρδιά της Ελλάδας». Στα ίδια μπαλκόνια στάθηκε αργότερα στο πλευρό
του θριαμβευτή των εκλογών του 1981 Ανδρέα Παπανδρέου, όταν τα «βόλια» είχαν πολλαπλασιαστεί...
Ποτέ το εκλογικό σώμα δεν διαμόρφωσε τη συμπεριφορά του συλλογικά και μαζικά με πρωταρχικό κριτήριο τέτοιες κινήσεις. Επανειλημμένα έχει αποδεχτεί τέτοιες συνεργασίες για να εξυπηρετηθούν
συγκυριακές σκοπιμότητες. Τις έχει κρίνει θεμιτές ή έστω ως αναγκαίο κακό, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τον έντονα διπολικό χαρακτήρα που συνήθως έχουν οι εκλογικές αναμετρήσεις στη χώρα μας και τα
εκλογικά συστήματα που δεν επιτρέπουν σε ικανές προσωπικότητες που εκφράζουν συγκεκριμένες και εξειδικευμένες αρχές να εκπροσωπούνται αυτόνομα στο Κοινοβούλιο. Οδηγούνται έτσι αναγκαστικά σε
συνεργασίες, που δημιουργούν εντυπώσεις, αλλά σε βάθος χρόνου δεν αποδεικνύονται ικανές να προκαλέσουν αλλαγή φυσιογνωμίας του «οικοδεσπότη» από τους «φιλοξενουμένους». Το ίδιο αναμένεται να συμβεί
και τώρα.
Αλήθεια δεύτερη: Τουλάχιστον από το 1985 και μετά, η πολιτική επιλογή της πλειοψηφίας των φιλελεύθερων πολιτών ήταν και παραμένει η Νέα Δημοκρατία. Η ηγεσία της τελευταίας ίσως θα έπρεπε να
δείξει μεγαλύτερη επιμονή ως προς την αναζήτηση των πλέον πρόσφορων τρόπων, ώστε οι κ.κ. Μάνος και Ανδριανόπουλος να εκπροσωπήσουν στη Βουλή τον χώρο για τον οποίο έχουν δώσει στο παρελθόν τη μάχη της
ιδεολογικής επικράτησης και όχι να καταλήξουν παράξενοι ταξιδιώτες του τρένου της πολιτικής. Στο θέμα αυτό ο Κώστας Καραμανλής παρέμεινε ανεξήγητα προσηλωμένος στην απόφαση του Συνεδρίου της
Χαλκιδικής το 1994, που ουσιαστικά έθετε τον πολιτικό λόγο αυτών των στελεχών εκτός του προγραμματικού πλαισίου της Νέας Δημοκρατίας. Η αποχώρησή τους, χωρίς να είναι ικανή να καταφέρει αριθμητικά
υπολογίσιμο πλήγμα στις εκλογές της 7ης Μαρτίου, στην πραγματικότητα λυπεί τους οπαδούς και τα στελέχη της. Αφαιρεί δυνάμεις από το ιδεολογικό της οπλοστάσιο, πρόβλημα το οποίο ίσως υπερκαλύπτεται από
την υψηλή συσπείρωση του κόσμου της ΝΔ, που βλέπει την εξουσία προ των πυλών, αλλά θα κάνει την επανεμφάνισή του μετά τη διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση. Η κυβερνητική θητεία την επόμενη μέρα ασφαλώς
χρειάζεται όσο το δυνατόν περισσότερα στελέχη ικανά στην παραγωγή σύγχρονων και εφαρμόσιμων ιδεών με συγκεκριμένο προσανατολισμό και ταυτόχρονα να έχουν δυνατότητες διατήρησης διαύλων επικοινωνίας με
κοινωνικούς χώρους που άλλοτε υπήρξαν προνομιακοί συνομιλητές της ΝΔ και σε κάθε περίπτωση αποτελούν νευραλγική όσο και χρήσιμη κοινωνική συμμαχία για το μέλλον ενός φιλελεύθερου κόμματος. Και σε
καμία περίπτωση δεν αποτελούν σταθερούς συνομιλητές διάφορες κοινωνικές ομάδες που σε αυτές τις εκλογές στρέφονται εκλογικά προς τη Νέα Δημοκρατία, κυρίως λόγω της άριστης προσέγγισης που γίνεται μέσω
μιας πολύ προσεγμένης προγραμματικής καμπάνιας και της άμεσης επαφής Καραμανλή μαζί τους - πράγμα σπάνιο για φιλελεύθερο ηγέτη. Δεν υπάρχουν, όμως, προς το παρόν, εμπεδωμένες σχέσεις με τις ομάδες
αυτές, με αποτέλεσμα να χρειαστεί πολύς κόπος και χρόνος για να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Ο ισοπεδωτικός αφορισμός των Φιλελευθέρων, στον οποίο, μάλλον υπό το κράτος έντονων συναισθημάτων,
προέβησαν αρκετά στελέχη της ΝΔ δεν αποτελεί πετυχημένη τακτική. Δεν είναι δείγμα πολιτικής σοφίας ενός μεγάλου και υπεύθυνου πολιτικού οργανισμού η - εν μια νυκτία - απόρριψη στο καλάθι των αχρήστων
ολόκληρου κομματιού της ιστορίας του.
Αλήθεια τρίτη: Δεν είναι πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας να εξηγήσει τη στάση των πρώην στελεχών της, αλλά δικό τους, όπως και του πολιτικού χώρου υποδοχής τους, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και του
Γιώργου Παπανδρέου. Η μέχρι σήμερα πολιτική στάση των κ.κ. Ανδριανόπουλου και Μάνου κρινόταν ιδεολογικά συνεπής και γι’ αυτό έχουν συχνά καταβάλει πολιτικό κόστος (χαμηλή δημοτικότητα, συγκρούσεις με
συνδικαλιστές κ.λπ.). Είναι δική τους ευθύνη να εξηγήσουν πώς πρακτικά θα συνεργαστούν με έναν πολιτικό και κοινωνικό χώρο, που δεν φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει τα βασικά χαρακτηριστικά της
πολιτικής του φυσιογνωμίας, αλλά και να αποτινάξει δομές διάρθρωσης που επιβιώνουν σε αυτό επί πολλά χρόνια.
Αλήθεια τέταρτη: Παρά το γεγονός ότι ούτε η πολιτική παράδοση, αλλά ούτε και οι πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης δεν δείχνουν ότι οι συνεργασίες θα αποτελέσουν πρωταρχικό κριτήριο των
ψηφοφόρων στην πορεία τους προς τις κάλπες, η Νέα Δημοκρατία εξοπλίζει την υποψηφιότητα Παπαθεμελή (αλλά και Πέτσου, όπως και αρκετών υποψηφίων της που προέρχονται από οικογένειες πρώην υπουργών του
Ανδρέα Παπανδρέου) με περισσότερες εγγυήσεις λαϊκής νομιμοποίησης, τοποθετώντας τον ίδιο και τα στελέχη του σε ψηφοδέλτια περιφερειών. Ο εκ Θεσσαλονίκης πολιτικός διαχώρισε έγκαιρα τη θέση του από το
ΠΑΣΟΚ και τώρα ζητά τον σταυρό των ψηφοφόρων της ΝΔ. Τα πολιτικά του χαρακτηριστικά του γίνονται αποδεκτά από σημαντική μερίδα της βάσης της. Αντίθετα, πολιτικό συμπέρασμα για την αποδοχή ή μη
Ανδριανόπουλου και Μάνου από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ είναι αδύνατο να εξαχθεί άμεσα. Το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, όπου τοποθετήθηκαν, δεν το επιτρέπει.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σκοπιμότητα ποτέ δεν μπόρεσε - και ούτε τώρα θα το κατορθώσει - να ακυρώσει την κοινή λογική. Οι εκλογικές συνεργασίες που ανακοίνωσαν τα δύο
κόμματα δεν μπορεί να απειλήσουν τη συνοχή τους, αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν αναμένεται να προσπορίσουν και αξιοσημείωτα οφέλη. Το ΠΑΣΟΚ είναι πολύ πιθανό να σημειώσει μικρές, αλλά κρίσιμες
απώλειες προς τα κόμματα της Αριστεράς, κυρίως από τον κόσμο εκείνο που αναζητεί άλλοθι για να νομιμοποιήσει την ήδη υπαρκτή τάση τιμωρίας του, παρά για να διαμαρτυρηθεί για τις συνεργασίες.
Δυσχεραίνεται η εκλογική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ να συνδέει άμεσα την πολιτική της περιόδου 1990-1993 με τη ΝΔ, καθώς τέσσερις κορυφαίοι υπουργοί και κάποιοι βουλευτές της εποχής εκείνης βρίσκονται πλέον
στα ψηφοδέλτιά του ή στις τάξεις του. Η ΝΔ, από την άλλη, δεν μπορεί να αρνείται ή να κάνει πως δεν θυμάται ότι κυβέρνησε την περίοδο εκείνη συνολικά ως παράταξη και όχι ως Λέσχη Πολιτικών Φίλων
Κων/νου Μητσοτάκη. Γιατί καμία σκοπιμότητα της στιγμής δεν είναι πολιτικά ορθό να αφήνει ανυπεράσπιστο ένα σημαντικό κομμάτι της παραταξιακής της ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν
σημαντικές επιλογές και θεμελιώθηκε οτιδήποτε στη συνέχεια παρουσιάστηκε ως επίτευγμα του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ.
|