Η Πολιτική Δημοσκόπηση ως ένα ακόμα σύμπτωμα (ιδιαίτερης) ελληνικής πολιτικής παθογένειας
του Κωνσταντίνου Μπάσιου, υπ. διδάκτορα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 9/02/2004
Οι δημοσκοπήσεις, ειδικά των τελευταίων ημερών, ένα μόνο πράγμα επιτυγχάνουν: να επηρεάσουν το εκλογικό σώμα προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί διαφόρους εντολείς των δημοσκοπικών εταιρειών.
|
Στην Ελλάδα, ως χώρα και ως κοινωνία, είναι διάχυτη μια τάση (με την έννοια της πολιτικής ψυχολογίας) του ανικανοποίητου και του ανεκπλήρωτου. Και αυτό προκύπτει γιατί οι φαντασιακές προβολές της
συλλογικότητάς μας εντοπίζονται σε χώρες που διαθέτουν εντελώς διαφορετικές ιστορικές διαδρομές.
Η αναμενόμενη συγκριτική διαδικασία, φαινόμενο ούτε σπάνιο ούτε κακό, που θα είχε νόημα, που – τέλος πάντων – θα εδικαιολογείτο είτε λόγω γεωγραφικής γειτνίασης, είτε λόγω κοινής ή ομόλογης πορείας
μέσα στο χρόνο, θα έπρεπε να αναφέρεται στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης ή της Μεσογείου. Αντίθετα, οι προβολές μας γίνονται σε χώρες εντελώς πέρα από μας. Και μόνο αν είναι να
δείξουμε ανωτερότητα και υπεροχή, αναφερόμαστε στους γεωγραφικούς μας γείτονες.
Έτσι, λοιπόν, προκύπτει αναγκαστικά συνεπόμενο ότι «είμαστε πίσω». Πολλοί θεωρητικοί μάλιστα κωδικοποίησαν αυτήν την οπισθοδρόμηση με όρους όπως, «περιφέρεια της Δύσης/του καπιταλισμού»,
«υπανάπτυξη», «δομικές ιδιαιτερότητες». Αυτοί οι όροι είναι εκπληκτικοί, όχι μόνο γιατί ενδεχομένως περιγράφουν προσφυώς ένα ζήτημα, αλλά γιατί εμπεριέχουν – παρά την πρόθεση να ταξινομήσουν αναλυτικά
το θέμα στο οποίο αναφέρονται – και αποκαλύπτουν την ιδεοληπτική αποδοχή αυτής της πολιτικής ψυχολογίας: ότι δεν είμαστε σαν τους άλλους.
Πώς συνέχεται όλη αυτή η «φιλολογία» με τις δημοσκοπήσεις; Μα από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ας πούμε από το 1955 και ύστερα, εξελίσσεται με αποκλειστικό γνώμονα το
ιδεολόγημα της ανάπτυξης. Μια κοινωνία όμως δεν μπορεί να αλλάζει μόνο επειδή της επιβάλλονται κάποια πράγματα εκ των άνω και εκ των έξω. Το μείζον είναι να αλλάζει, γιατί μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία
υπάρχουν άνθρωποι και υφίστανται διεργασίες που σταδιακά, σχετικά ψύχραιμα, «εν τω άμα του χρόνου» θα αξιώσουν ανακατατάξεις, αναθεωρήσεις, βελτιώσεις.
Τι συμβαίνει στη χώρα μας: όταν – επιτέλους – από το καλοκαίρι του 1974 εισήλθαμε στην εποχή της μεταπολίτευσης, άρχισε μια περίοδος πολιτικής ομαλότητας. Οι περισσότεροι πολίτες αξιολόγησαν την
κατάσταση θετικά. Οι πολιτικές συνθήκες – σε σχέση με το αγκυλωμένο παρελθόν – είχαν κάποια χαρακτηριστικά που, επιτέλους, έπειθαν ότι τουλάχιστον δεν θα αντιμετωπίζαμε δυσλειτουργίες. Όλα αυτά
πιστοποιήθηκαν μόλις το 1981, όταν μια κυρίαρχη αρχή του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος έγινε πράξη: η εναλλαγή κομμάτων (με ιδεολογικές αποκλίσεις) στην εξουσία.
Ωστόσο στο διάστημα 1981-2004, οι πολιτικές συνθήκες εμπλουτίστηκαν και με άλλα δεδομένα. Αυτό και φυσιολογικό μπορεί να θεωρηθεί και θεμιτό. Το θέμα όμως έγκειται στο ότι δεν ήταν αναμενόμενα τα
νέα αυτά δεδομένα. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αποκαλυπτικά της όλης παθογένειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος: η λειτουργία των κομμάτων, ο ρόλος της Βουλής, η κυριαρχική επιβολή του θεσμού του
πρωθυπουργού είναι μερικά από αυτά τα παθογενή συμπτώματα.
Όπως είναι φυσικό, οι πολίτες που είχαν εμπειρίες και βιώματα από την προηγούμενη, πρόσφατη, πολιτική ιστορία και ζωή δεν αντιμετώπιζαν τα παραπάνω λεχθέντα παραδείγματα ως συνθήκες που θα
μπορούσαν να κλονίσουν το αίσθημα γαλήνης που ίσως ένιωθαν.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη αρχικά διατυπωθείσα διάχυτη τάση του ανικανοποίητου, έπρεπε να μετέλθουμε – ως κοινωνία – και άλλων, νέων μέσων, μεθόδων και προσεγγίσεων που ήταν παντελώς άγνωστα στην
ελληνική πολιτική κουλτούρα. Έτσι στην ευρύτερη σφαίρα του πολιτικού συστήματος εντάσσονται και άλλα στοιχεία, όπως τα ΜΜΕ (έντυπα, ραδιόφωνο και τηλεόραση) και το όλο πλέγμα οικονομικών σχέσεων που
τα διέπει, η πολιτική επικοινωνία (προεκλογικά προγράμματα, φυλλάδια, έντυπα, αφίσες, πολιτική διαφήμιση) και οι δημοσκοπήσεις.
Όλες αυτές οι δυνατότητες που είναι δανεισμένες από άλλες χώρες της Δύσης, επέπεσαν σαν μια λαίλαπα, επάνω στο δύσμοιρο εκλογικό σώμα. Και αν υποθέσουμε ότι αυτό διέθετε ίσως την κατάλληλη παιδεία,
τότε θα μπορούσαμε να είμαστε λιγότερο προβληματισμένοι. Αλλά, δυστυχώς, ούτε τα γνωστικά εφόδια παρέχονται, ούτε η ελληνική κοινωνία εξελίχθηκε τόσο ώστε να αξιώσει, κατά κάποιο τρόπο, την εισαγωγή
και υιοθέτηση όλων αυτών των τεχνικών μέσων.
Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια έξαρση στην επίκληση των δημοσκοπήσεων. Γεγονός που μας υποχρεώνει σε μια πιο αναλυτική προσέγγιση αυτού του φαινομένου.
Πιο ειδικά, η δημοσκόπηση είναι μια τεχνική που αποσκοπεί στο να καταμετρήσει, στατιστικά, την άποψη που έχει το εκλογικό σώμα για ένα θέμα (και μπορεί, βέβαια, να καταμετρήσει και περισσότερα). Το
θέμα αυτό οι εταιρείες δημοσκοπήσεων το επιμερίζουν σε ερωτήσεις, οι οποίες υποβάλλονται σ’ ένα πολύ μικρό αριθμό πολιτών, ο οποίος με τη σειρά του απαρτίζει το λεγόμενο «δείγμα». Από εκεί και πέρα
αρχίζουν τα προβλήματα, που δεν σχετίζονται μόνο με την επιστημολογική φύση της στατιστικής μεθόδου, αλλά και με τους κοινωνικούς εταίρους που συνέχονται με την καταμέτρηση αυτή.
Για παράδειγμα:
Ποιος είναι αυτός που καθορίζει ότι αυτό και όχι κάποιο άλλο είναι το θέμα για το οποίο πρέπει να υπάρξει σφυγμομέτρηση; (Προφανώς είναι ο πελάτης, κάποιος που έχει ίδιον συμφέρον από αυτήν την
καταμέτρηση).
Πώς διατυπώνονται τα ερωτήματα, σε ποια πράγματα δίνεται έμφαση και με ποια σειρά υποβάλλονται σε αυτούς που παίρνουν μέρος στη σφυγμομέτρηση; (Χαρακτηριστικό είναι το ερώτημα για το ποιος είναι
καταλληλότερος για πρωθυπουργός, όταν ο ένας είναι ήδη στο αξίωμα αυτό, ενώ ο άλλος/ή οι άλλοι δεν είναι).
Πόσα πρόσωπα απαρτίζουν το δείγμα και με ποια κριτήρια αυτά τα πρόσωπα επιλέγονται; Τα πρόσωπα αυτά κατοικούν σε αστικές, ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές; (Η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, η
οικονομική επιφάνεια, η επαγγελματική κατάσταση είναι πολύ λεπτά θέματα για να αγνοηθούν).
Ποιος είναι ο εντολέας, ποια σχέση διέπει τον τελευταίο με την εταιρεία δημοσκοπήσεων, και ποια οικονομικά συμφέροντα σχετίζονται στενά με ορισμένες εταιρείες δημοσκοπήσεων;
Όλα αυτές οι απορίες έχουν ρητορικό χαρακτήρα. Και αυτό γιατί, είτε δεν μπορούν να απαντηθούν εύκολα, είτε γιατί και μόνο που διατυπώνονται προκύπτει, εύλογα, κάποια κριτική διάθεση στον αναγνώστη.
Και ίσως αυτή η κριτική διάθεση να έχει τη μεγαλύτερη αξία και σημασία διότι:
Α. Το εκλογικό σώμα μαθαίνει μόνο για τις δημόσιες δημοσκοπήσεις. Άρα, όχι για τις μυστικές. Επομένως, το επίμαχο στοιχείο είναι: γιατί κάποιος με πληροφορεί για ένα θέμα, όταν εγώ δεν έχω
νοιαστεί; Προφανώς γιατί λέγοντάς μου ό,τι εκείνος θέλει, επιδιώκει να διαμορφώσει μια πραγματικότητα όπως, πάλι, εκείνος θέλει.
Β. Όταν μια δημοσκόπηση διενεργείται από μια εταιρεία ή από έναν επιστημονικό φορέα (όπως το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) και πάντως σε περιόδους χρονικά αδιάφορες και άσχετες με εκλογικές
αναμετρήσεις, τότε αυτή ανήκει στο λεγόμενο «καταγραφικό τύπο». Πρόκειται για μια δημοσκόπηση που προσπαθεί να καταγράψει, να αποτυπώσει γνώμες, τάσεις και προτιμήσεις ενός πληθυσμού. Όταν όμως η
δημοσκόπηση διενεργείται (φυσικά από εταιρείες) σε περιόδους χρονικά ευκαιριακές (όπως είναι κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας), τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να ανήκει στον λεγόμενο
«δημιουργικό τύπο».
Τούτων δοθέντων, ακροθιγώς πάντα, προκύπτει ότι οι περισσότερες δημοσκοπήσεις αυτής της περιόδου κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν ως «δημιουργικές». Είναι η περίπτωση όπου μια δημοσκόπηση
παραγγέλλεται από μια εφημερίδα ή έναν τηλεοπτικό σταθμό. Πριν δημοσιοποιηθεί το αποτέλεσμα της σφυγμομέτρησης, προαναγγέλλεται η μέρα στη διάρκεια της οποίας θα ανακοινωθεί, ωσάν να πρόκειται για μια
τηρηθείσα υπόσχεση. Την κρίσιμη μέρα το αποτέλεσμα είναι πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα ή πρώτη είδηση στα κανάλια. Τότε όμως «δημιουργείται» ένα γεγονός εκ των ενόντων, το οποίο όμως είναι αυτοπαθές ως
προς το αίτιο που το προκάλεσε. Ακολουθούν αναλύσεις, σχολιασμοί, συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις, που με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν το όλο πολιτικό κλίμα. Εκεί πλέον η δημοσκόπηση έχει
καλλιεργήσει αναμονές, οι οποίες επιζητούν την επικύρωση αυτής που μόλις έχει δημοσιοποιηθεί. Στο μεταξύ έχουν ήδη σχηματισθεί οι πρώτες βεβαιότητες και έχουν ήδη προκύψει οι πρώτοι κλονισμοί.
Όπως αντιλαμβάνεσθε, ένας φαύλος κύκλος είναι σε εξέλιξη και περιμένει νεότερα στοιχεία και εντυπώσεις για να τροφοδοτηθεί. Είναι πλέον, ήδη, αργά. Με άλλα λόγια, οι δημοσκοπήσεις ειδικά των
τελευταίων ημερών ένα μόνο πράγμα επιτυγχάνουν: να επηρεάσουν το εκλογικό σώμα προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί διαφόρους εντολείς των εταιρειών δημοσκοπήσεων.
Από την αποτύπωση της άποψης της κοινής γνώμης καταλήξαμε στον επηρεασμό. Με άλλα λόγια, το εκλογικό σώμα όχι μόνο ενημερώνεται, αλλά κατευθύνεται προς τα κάπου, πολύ πιο συγκεκριμένα. Αλλά γι’
αυτό το θέμα ας αναφερθούμε μετά τις εκλογές.
Στο μεταξύ, ένα πράγμα μόνο μας σώζει: να προκύψει τέτοια πληθώρα δημοσκοπήσεων, από τη μανία ορισμένων να δείξουν πόσο έχουν «πάει μπρος», έτσι ώστε στο τέλος να μειωθεί η πιθανότητα να
χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα «δημιουργικά».
|