Πολιτική και Επικοινωνία
του Α.-Ι.Δ. Μεταξά, καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντή Εργαστηρίου Πολιτικής Επικοινωνίας του Παν/μίου Αθηνών, 10/2/2004
Αυτόν τον καιρό βιώνουμε μια περίοδο εκλογικών αντιπαραθέσεων και κατακρίνουμε τις επικοινωνιακές τακτικές των κομμάτων και των προσώπων. Αυτά όμως που μας διαφεύγουν, στο μέτρο που η παιδεία μας
είναι και ποιοτικά αναντίστοιχη στις τεχνικές υφαρπαγής της γνώμης μας, είναι πολύ πιο πολλά και πολύ πιο αδιόρατα.
|
Δύο λέξεις που η κάθε μια προϋποθέτει την άλλη. Πολιτική χωρίς επικοινωνία δεν υπάρχει και επικοινωνία χωρίς μια ελάχιστη αίσθηση ή και ψευδαίσθηση κοινότητας δεν νοείται.
Πολιτική είναι κάθε πράξη μας, κάθε σκέψη μας, κάθε παράλειψή μας που «γίνεται» στο όνομα των άλλων. Και όσο πιο πολλοί είναι αυτοί οι άλλοι, τόσο περισσότερο η πράξη μας είναι πολιτική.
Επικοινωνία, από την άλλη πλευρά, είναι η ανταλλαγή σημασιών ανάμεσα σε ανθρώπους με στόχο να επηρεάσει ο ένας τον άλλον προς την κατεύθυνση που επιθυμεί.
Και μετά έρχεται η σύγχρονη σύζευξη: «Πολιτική Επικοινωνία». Ένας όρος που υποδηλώνει πολλά. Κάποια από αυτά αξίζει να τα υπογραμμίσουμε.
Ο όρος κωδικοποιεί, μετά το 1960 ιδίως, τρία κυρίως σημαινόμενα:
α) Έναν υπο-κλάδο της Πολιτικής Ψυχολογίας (κλάδο με τη σειρά του της Πολιτικής Επιστήμης), που συστηματικά ανιχνεύει, πραγματολογικά καταγράφει και κριτικά αναλύει κάθε φαινόμενο έκφρασης. Κάθε
φαινόμενο που συνδέεται με την παραγωγή επιρροών και κατεξουσιάσεων που συν-προσδιορίζουν, δηλαδή μαζί με άλλους παράγοντες, την πολιτική συμπεριφορά. Είναι εδώ που αναπτύσσεται και η συνεπόμενη
θεωρητική προβληματική.
β) Μετά ο όρος καλύπτει την επαγγελματική ταξινόμηση όλων των εφευρημάτων, όλων των τεχνικών, εμφανών και αφανών, με τις οποίες σχεδιάζεται και συγκροτείται ένας, είτε τακτικός είτε στρατηγικός,
επικοινωνιακός σχεδιασμός στον χώρο της πρακτικής πολιτικής. Ο τελικός στόχος εδώ είναι η διαμόρφωση στάσεων ή αντιδράσεων με ωφέλιμο περιεχόμενο για εκείνον που τις επιδιώκει.
Από αξιολογική άποψη τώρα, κάθε φορά που αυτός ο επιτήδειος επικοινωνιακός σχεδιασμός δεν αναιρεί ή δεν περιορίζει υπέρμετρα την κριτική πρόσληψη του μηνύματος από τους τρίτους, λέμε ότι «αυτή» η
επικοινωνιακή πολιτική έχει κυρίως ενημερωτικό ή πληροφοριακό χαρακτήρα. Κάθε φορά όμως που συμβαίνει το άκρως αντίθετο και το παραγόμενο αποτέλεσμα, λειτουργεί προσεταιριστικά, τότε οι σχετικές
πρακτικές εντάσσονται στην περιοχή της πολιτικής χειραγώγησης ή, σε ηπιότερες περιπτώσεις, σε εκείνην της πολιτικής διαφήμισης. Εδώ η διάκριση μεταξύ του θεμιτού και του αθέμιτου είναι συχνά
εξαιρετικά δυσχερής.
γ) Το τρίτο πεδίο που καλύπτει ο όρος «Πολιτική Επικοινωνία» αφορά την εξίσου συστηματική παρακολούθηση των διαφόρων συνδυασμών «επικοινωνιακής σχεδίασης» και νέων τηλεπικοινωνιών και γενικότερα
νέων τεχνολογιών.
Οι τελευταίες, που όλο και περισσότερο καινοτόμες θα είναι, αποδείχθηκαν πάντα ιδιαίτερα κρίσιμες. Συχνά η εκάστοτε εντυπωσιάζουσα ιδιαιτερότητα της «τεχνικότητάς» τους – ως διαδικασία αναπαραγωγής
(και όχι μόνο) της έκφρασης (χειρόγραφη, τυπογραφική, χαρακτική, φωτογραφική κινηματογραφική, ραδιοφωνική, τηλεοπτική, μικροηλεκτρονική) – προκαλούσε κάθε φορά μια νέα προσοχή. Σήμερα η ψηφιακή
μετάδοση και η συνεπόμενη ακρίβεια και ταχύτητα διακίνησης των πληροφοριών, κειμένων, εικόνων, ήχων, ο βαθμός «συμπίεσης» των παρεχομένων ποσοτήτων και, τέλος, η επαπειλούμενη στην κυριολεξία
επικοινωνιακή ραφή ή ένθεση (!) στο σώμα μας νανο-τηλεπικοινωνιακών δυνατοτήτων, επιδρούν στο ίδιο το ουσιαστικό περιεχόμενο του μηνύματος. Παράλληλα, προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη
πολιτική εξουσία μάς επιβάλλεται – είτε άμεσα, είτε έμμεσα – μέσα από την ασυναίσθητη υπαγωγή μας σε ορισμένο τεχνικο-οικονομικό καταναλωτικό σύστημα. Όταν, για παράδειγμα, ένα μήνυμα το
προσλαμβάνουμε με μια εκπλήσσουσα ακρίβεια και ευκρίνεια (ψευδεπίγραφη απόδειξη της αλήθειάς του) και σε ακαριαία διαδικτυακή σχέση με την πηγή από την οποία φαινομενικά εκπορεύεται και οπουδήποτε το
επιθυμούμε εμείς ή οι άλλοι, τότε αυτός ο ελάχιστος ψυχολογικός χρόνος μέσα στον οποίο όλα αυτά συντελούνται είναι κάτι που «συσσωματώνεται» στο νόημά του. Συσσωμάτωση βέβαια εξαιρετικά παγιδευτική,
αφού περιορίζει τη δυνατότητά μας για κάθε αναγκαία κριτική πρόσληψη.
Όλες τις παραπάνω εξελίξεις και διαπιστώσεις, υποθέσεις αλλά και αμφισβητήσεις, αν τις δούμε μέσα στη σχέση πολιτικής και επικοινωνίας, υποπτευόμαστε σε τι απίστευτα μεγάλο και πολύπλοκο σύστημα
μπορεί να χαθούμε. Το μόνο που μας μένει είναι να αφήνουμε στη φαντασία μας τα υπόλοιπα. Που και αυτή όμως δεν είναι ελεύθερη.
Αυτόν τον καιρό βιώνουμε μια περίοδο εκλογικών αντιπαραθέσεων και κατακρίνουμε τις επικοινωνιακές τακτικές των κομμάτων και των προσώπων. Και διαμαρτυρόμαστε για όσα συμβαίνουν, δηλαδή γι’ αυτά που
βλέπουμε. Αυτά όμως που μας διαφεύγουν, στο μέτρο που η παιδεία μας είναι και ποιοτικά αναντίστοιχη στις τεχνικές υφαρπαγής της γνώμης μας, είναι πολύ πιο πολλά και πολύ πιο αδιόρατα. Το συμπέρασμα
είναι ότι δεν είμαστε καθόλου ελεύθεροι απέναντι στα όσα κατά καιρούς προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Κάποιοι όμως, που από τη γενική τους καλλιέργεια, κυρίως, και πολύ λιγότερο από την ειδικευμένη τους
μάθηση, έχουν συνηθίσει τα πάντα να αμφισβητούν, έχουν κάποιες ελπίδες. Γκρινιάρηδες στο κάθε τι, διασώζονται στο τελευταίο λεπτό, λίγο πριν από τη συντέλεση της εξαπάτησής τους.
|