Ο Τελευταίος Πειρασμός
του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΥ, δημοσιογράφου, 27/3/00
Έως και τις εκλογές του 1996, η αξιωματική αντιπολίτευση πάντα διεκδικούσε την εξουσία με την έντονη (έως άγρια) προβολή εναλλακτικών ουσιαστικών πολιτικών αιτημάτων σε σχέση με την κυβερνητική πολιτική και μάλιστα επί μιας επίσης διαφορετικής γενικής ιδεολογικής πλατφόρμας από αυτή στην οποία βάδιζε η κυβέρνηση. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
|
Μία εκλογική αναμέτρηση είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη εξίσωση, της οποίας ουδείς είναι σε θέση να παράγει τον "μαθηματικό τύπο". Έτσι, αξίζει κανείς να
σταθεί κυρίως σε επιμέρους παραμέτρους και να επιχειρήσει την ανάλυσή τους. Μια από αυτές, η σύγκρουση επικοινωνιακού μηνύματος και πολιτικής ουσίας, στην οποία
μάλιστα πρωτοστατεί η αξιωματική αντιπολίτευση, κάνει τις εκλογές της 9ης Απριλίου διαφορετικές απ' όλες τις προηγούμενές τους στην Γ' Ελληνική Δημοκρατία,
δηλαδή από το 1974 μέχρι σήμερα, την περίοδο της πιο σταθερής και ώριμης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα.
Έως και τις εκλογές του 1996 - αν και είναι αλήθεια ότι τότε στην πιο χαλαρή μορφή από όλες τις προηγούμενες - η αξιωματική αντιπολίτευση πάντα διεκδικούσε την
εξουσία με την έντονη (έως άγρια) προβολή εναλλακτικών ουσιαστικών πολιτικών αιτημάτων σε σχέση με την κυβερνητική πολιτική και μάλιστα επί μιας επίσης
διαφορετικής γενικής ιδεολογικής πλατφόρμας από αυτή στην οποία βάδιζε η κυβέρνηση. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το κύριο, αν όχι το μοναδικό, πεδίο
διεκδίκησης για την αντιπολίτευση δεν είναι το τι, αλλά το πώς. Μπορεί κάτι τέτοιο, έτσι διατυπωμένο, να το αρνείται η ηγεσία της ΝΔ, αλλά τι άλλο κρύβει το
κεντρικό πολιτικό σύνθημα "Μπορούμε καλύτερα", ή το "Υπάρχει μια καλύτερη Ελλάδα και τη θέλουμε"; Στο πρώτο από τα δύο συνθήματα ελλοχεύει βεβαίως η παραδοχή
ότι ήδη πάμε καλά. Στο δεύτερο, ελλοχεύει η αδυναμία να προσδιοριστεί το τι είναι αυτό που θέλουμε ως καλύτερη Ελλάδα. Πάντως και στα δύο, δεν χτυπιούνται οι
πολιτικές κατευθύνσεις που δίνει η κυβέρνηση - χτυπιέται η (υπαρκτή ή όχι είναι άλλο θέμα) αδυναμία της να τις πραγματοποιήσει. Κι αυτό είναι που δεν συνέβη
ποτέ άλλοτε στη μεταπολίτευση, όπως ακριβώς δεν συνέβη να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την κοινή ψήφο και των δύο μεγάλων κομμάτων.
Δεν είναι 100% ξεκάθαρο το αν πίσω από αυτήν την επιλογή βρίσκεται μία επικοινωνιακή προτεραιότητα (οργανωμένη με περισσότερο τεχνικά στοιχεία από την εμπορική
παρά την πολιτική διαφήμιση), ή μία πραγματική σύγκλιση θέσεων στον κεντροδεξιό χώρο. Πάντως όλα δείχουν ότι πρόκειται για το πρώτο και, επιπλέον, ότι ο στόχος
υπηρετείται με εντυπωσιακή επιτυχία, καθώς για την επίτευξή του συνοδεύεται και από μία πολύ προσεκτική προσπάθεια επιβολής ουδετεροποίησης του πολιτικού
μηνύματος (μέχρι και το σήμα του κόμματος αντικαταστάθηκε από τρίχρωμα πουλάκια που "κελαηδάνε" σε ψηφοφόρους όλου του φάσματος) και επίτευξης χαμηλών τόνων,
που θα δυσκολέψουν το κυβερνών κόμμα στην επιχείρηση "εξάρθρωσης" των μικρών αριστερών κομμάτων, από τα οποία ελπίζει να αντλήσει τις νικηφόρες ψήφους.
Μόλις 15 ημέρες πριν από τις εκλογές, η ΝΔ ασφαλώς πέτυχε να "στριμώξει" πολύ το ΠΑΣΟΚ με αυτήν την καινοφανή τακτική, την οποία συμπληρώνει ένα ακόμη στοιχείο:
η εισαγωγή της έννοιας του "κατεστημένου". Είναι το άλλο "πόδι" αυτής της προσέγγισης, που, τουλάχιστον στην Ελλάδα, πράγματι δεν αφήνει εύκολα ασυγκίνητο το
κοινό. "΄Ο,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν" φωνάζει από τα μπαλκόνια ο αρχηγός της ΝΔ. Πού είναι τα "Είστε επικίνδυνοι, φύγετε" του Ανδρέα Παπανδρέου ή το "Κάτω οι
κλέφτες" του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη; Όπως πάει, σε λίγο, ο Κώστας Καραμανλής θα προτείνει το ΠΑΣΟΚ ακόμη και για παράσημα εθνικής προσφοράς, προκειμένου να το
καταχωρήσει στο παρελθόν και στους "βετεράνους"...
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς σήμερα το αν αυτή η μορφή διεκδίκησης της εξουσίας συνιστά πρόοδο ή οπισθοδρόμηση του πολιτικού συστήματος. Στην ουσία,
το επίτευγμα της ΝΔ είναι ότι από μόνη της αυτή η τακτική "φωνάζει" ότι δεν θα μάθουμε την πραγματική σημασία της αν δεν μάθουμε το "προϊόν". Μένει, λοιπόν, να
δούμε πώς θα αντιδράσει το κοινό σ' αυτόν τον "Τελευταίο πειρασμό" - σπαραγμό από τη σύγκρουση μεταξύ πολιτικής και επικοινωνίας.
|