Οι ιδιαιτερότητες της εκλογικής αναμέτρησης
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΛΕΣΣΑ, προέδρου & διευθύνοντος συμβούλου της CIVITAS, 5/3/00
Φαίνεται ότι ο ελληνικός λαός, μετά από αλλεπάλληλους ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις και διαψεύσεις, έχει κατακτήσει ένα στάδιο ωριμότητας και το ίδιο απαιτεί και από τους πολιτικούς του.
|
Οι εκλογές της 9ης Απριλίου παρουσιάζουν ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις προηγούμενες εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις. Πρώτη φορά κυριαρχεί
τόσο μεγάλη αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα. Αβεβαιότητα που έχει ως αιτία της το γεγονός ότι κρίσιμη μερίδα ψηφοφόρων περιμένει κυριολεκτικά την τελευταία ώρα
για να λάβει τις αποφάσεις της.
Πράγματι, συγκριτικά με τις έρευνες των προηγούμενων εκλογών, μεγαλύτερο από ποτέ ποσοστό ψηφοφόρων κρατά κλειστά τα χαρτιά του μέχρι την τελευταία στιγμή.
Φαίνεται ότι ο ελληνικός λαός, μετά από αλλεπάλληλους ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις και διαψεύσεις, έχει κατακτήσει ένα στάδιο ωριμότητας και το ίδιο απαιτεί και
από τους πολιτικούς του. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, οι εκλογές σηματοδοτούν μια νέα περίοδο για τη χώρα μας.
Συγκεκριμένα, τώρα: Το ΠΑΣΟΚ, ενώ προκήρυξε εκλογές για να επιβεβαιώσει τη λαϊκή εντολή και να προχωρήσει ενισχυμένο στη διαπραγμάτευση που θα γίνει, τώρα δίνει
τον υπέρ πάντων αγώνα για να συσπειρώσει τον κόσμο του και να πετύχει το ποσοστό των προηγούμενων εκλογών. Είτε κερδίσει, είτε χάσει, αποδεικνύεται από την
εξέλιξη του προεκλογικού αγώνα ότι έκανε λανθασμένες εκτιμήσεις στην ανάγνωση των δεδομένων και στις στρατηγικές του επιλογές. Βέβαια, μια ενδεχόμενη νίκη του
θα σκεπάσει τα λάθη κάτω από τις θριαμβολογίες. Τα προβλήματα, όμως, θα είναι μπροστά του.
Η Νέα Δημοκρατία σήμερα έχει τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση. Με αυτήν, βρίσκεται στο μεταίχμιο. Είτε κερδίσει, είτε χάσει, σήμερα φαίνεται περίτρανα μια μεγάλη
ευκαιρία που δεν αξιοποίησε. Τα δύο προηγούμενα χρόνια, από την εκλογή του Κ. Καραμανλή και μέχρι τις εκλογές, θα μπορούσε να είχε διευρύνει τον χώρο επιρροής
της, τα ιδεολογικά και πολιτικά της όρια. Εάν το είχε κάνει αυτό έγκαιρα, σήμερα θα ξεκινούσε από ένα ποσοστό 2 με 3 μονάδες υψηλότερο.
Το σίγουρο είναι ότι, όποια κυβέρνηση και αν προκύψει, θα έχει να αντιμετωπίσει πολλά και δύσκολα προβλήματα σε δύο άξονες:
- Την αναγκαία διαρθρωτική προσαρμογή της χώρας μας στα κοινοτικά δεδομένα μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ, κάτι που σημαίνει δραματικές οικονομικές και κοινωνικές
ανακατατάξεις, το μέγεθος των οποίων οι πολίτες δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει, και
- Τα προβλήματα της καθημερινότητας, θέμα που αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και φαίνεται να αναδεικνύεται στα κριτήρια προσδιορισμού της εκλογικής
συμπεριφοράς.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε κυβέρνηση θα έχει ανάγκη από την μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή και ανοχή. Κάτι που δύσκολα μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό τις παρούσες
συνθήκες.
|